
Κεφαλονιά…Καλοκαίρι σαν polaroid
Υπάρχει μια φωτογραφία μου τραβηγμένη στις Μηνιές. Φοράω ένα κόκκινο μαγιό που σχηματίζει φουφούλα ανάμεσα στα πόδια και βγαίνω από τη θάλασσα με έναν κουβά ξεχειλισμένο νερό. Βρίσκομαι εκτεθειμένη στο φως, ο ήλιος χτυπάει από παντού και πίσω μου διακρίνονται στο βάθος οι λευκές παραλίες με άμμο.
Τα καλοκαίρια μου στην Κεφαλονιά είχαν πάντοτε μια αφτιασίδωτη ομορφιά και μια αφέλεια που συναντά κανείς μόνο στις δοκιμασμένες σχέσεις από τον χρόνο. Αναμνήσεις ανάκατες στην απόλυτη σύνθεση ενός λευκού πίνακα που τα χρώματα στάζουν σαν ζουμιά κατακόκκινης καρδιάς από καρπούζι.
Η πρώτη βαλίτσα έκλεινε εύκολα. Η δεύτερη παραήταν συνήθως γεμάτη. «Για να έχεις ρούχα να αλλάζεις μέχρι το βράδυ που θα λιποθυμάς στο μαξιλάρι από την εξάντληση» έλεγε η μαμά.
Άμμος και βότσαλα τυλιγμένα στις πετσέτες, γυμνά πόδια που έτρεχαν να προλάβουν την τελευταία βουτιά πριν ο ήλιος σβήσει στη θάλασσα, πίσω από τον Δία. Βρεγμένες φέτες ψωμιού με φρέσκια ρίγανη, μισοτελειωμένες ζωγραφιές σε μπλε τετράδια, ρυτιδιασμένα δάχτυλα από το νερό και ηλιοψημένες σάρκες που δεν άντεχαν ούτε την υποψία υφάσματος.
Ο Φώτης με το αιώνια ξεβαμμένο λαδί κοντοβράκι, με χρώμα πλάτης από άλλη ήπειρο και γρατζουνιές στα γόνατα από τις τούμπες. Ο Νικηφόρος πιο ξανθός, λευκός σαν φύλλο κρούστας που μόλις πήρε να ροδίζει. Η Ευτυχία και η Μαρία από πίσω στη μάχη της επικράτησης του βράχου. Εγώ, πάντα τελευταία, έχανα το «βασίλειο» και ξαπόσταινα απόμερα να τους χαζεύω. Ζήλευα λίγο που μέτραγαν χειμώνες εκτός από καλοκαίρια πάνω σε αυτή τη στεριά. Ίσως ακόμα να τους ζηλεύω.
Κάθε χρόνο το ίδιο παιχνίδι. Βούλιαζα για μερικά λεπτά στον βυθό και όταν αισθανόμουν μια ελαφριά πίεση στην καρδιά, έβγαζα το κεφάλι έξω από το νερό για να συντονίσω τις άτακτες ανάσες μου. Καλοκαίρι χωρίς ρίσκο δεν γίνεται.
Tα μεσημέρια είχαν τη γεύση του φαγητού της μαμάς. Γεμιστά με κεφαλονίτική φέτα και κρεατόπιτα πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο. Ανάμεσα στα ψυχικά μου τραύματα δεν μπορώ να σβήσω ακόμα τον βαθυκόκκινο ζωμό του συνοδευτικού τοματόζουμου με την πρασινάδα να επιπλέει σαν μαμούνι στην επιφάνειά του. Για να μας απαλλάξουν από το βασανιστήριο του στρογγυλού τραπεζιού, μουσκεύαμε χαρτοπετσέτες και τις πετούσαμε σε ακαθόριστες πορείες. Ύστερα εξαφανιζόμασταν για λίγο προσποιούμενοι ότι διαβάζαμε στο κρεβάτι. Το μεγάλο ρολόι του σαλονιού ήταν η μόνη δεσμευτική επαφή που είχαμε με τον χρόνο. Θυμάμαι τον αέρα να ανασηκώνει τις κουρτίνες, όπως τις γάζες σε εκείνον τον πίνακα του Νταλί. Μόλις ξάπλωνε και ο τελευταίος, με συνωμοτικές κινήσεις, δραπετεύαμε στα χωράφια με τις συκιές του θείου και τυραννούσαμε τα τζιτζίκια στο λιοπύρι.
Πώς να συγκεντρωθείς στην Άννα Καρένινα με τόση μαγεία εκεί έξω; Δεν ξέρω αν έφταιγαν οι παραισθήσεις από τη ζέστη ή η ομορφιά του τοπίου αλλά η θάλασσα στον ορίζοντα, από τον φοίνικα μέχρι απέναντι τους Βαρδιάνους, έμοιαζε να λαμπυρίζει λες και απλωνόταν μια ανάσα από τις πατούσες μας.
Τα απογεύματα βόλτες μέχρι τα Κουρκουμελάτα με τα ποδήλατα και κυνηγητά στο γκαζόν γύρω από το άσπρο πηγάδι. Στον δρόμο επαναλάμβανα θεατρικάτα λόγια του: «Υποσχέσου ότι θα μου γράφεις τον χειμώνα…». Τότε, βλέπετε, δεν ανταλλάζαμε τηλέφωνα, μόνο διευθύνσεις και χιλιογραμμένες κασέτες από το ραδιόφωνο.
Ήταν και εκείνα τα ατέλειωτα σουλάτσα στην πλατεία. Πρόλαβα καντάδες στα μαγαζιά και παρέες που απέριττα έστηναν χορούς πάνω από τα ανυποψίαστα κεφάλια των θαμώνων. Και ετσι όπως ενώνονταν τα σώματά τους σε κύκλους, ο μπάλος έμοιαζε κάτι περισσότερο από χορός, σαν προετοιμασία για πόλεμο, για μια μικρή επανάσταση. Δεν χρειαζόταν πολλά τσαλίμια αυτός ο ρυθμός, αρκούσε ένα καθαρό βλέμμα και η ζάλη της ρομπόλας.
Ο εγκέφαλός μας είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε συχνά να μας αιφνιδιάζει με τις εκλάμψεις του. Κι ενώ υπάρχει η σίγουρη ανάμνηση, όπου πλήθος από ευτυχείς συγκυρίες συνθέτουν μια στιγμή που αδιαπραγμάτευτα θα παραμείνει ακλόνητη στον χρόνο, υπάρχει και η άλλη, η ύπουλη ανάμνηση, που γλιστρά και τρυπώνει στις αύλακες του νου υποσυνείδητα, και σε συντροφεύει για πάντα. Κάπως έτσι συμβαίνει και με αυτή τη φωτογραφία με το κόκκινο μαγιό τραβηγμένη στο νησί μου. Είναι η ασπίδα και το σπαθί που κρατάω στα χέρια μου και με κάνουν ανήλικη και υπερφυσικά δυνατή για τους χειμώνες που ευτυχώς δεν έρχονται ποτέ για να μείνουν.
Είναι ακόμα Σεπτέμβρης. Για μερικές μέρες ακόμη ο χρόνος σνομπάρει επιδεικτικά το μέλλον… Θα σας δω εκεί!