Φουκουσίμα: δύο χρόνια μετά

Φουκουσίμα-Νταΐτσι

Φουκουσίμα: δύο χρόνια μετά

Πόσα θα είναι τελικά τα θύματα της ραδιενέργειας από την καταστροφή της Φουκουσίμα; Πόσα ακόμη θα πρέπει να περιμένουμε; Δυο χρόνια πέρασαν από τον σεισμό και τα τσουνάμι που προκάλεσαν τη διαδοχική κατάρρευση των αντιδραστήρων στον πυρηνικό σταθμό Φουκουσίμα-Νταΐτσι. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έδωσε στη δημοσιότητα την πρώτη του Εκθεση Αξιολόγησης των Κινδύνων για την Υγεία από το ατύχημα.

Οι διεθνείς εμπειρογνώμονες που συνέταξαν την έκθεση συμφωνούν: για τον γενικό πληθυσμό εντός και εκτός Ιαπωνίας οι προβλεπόμενοι κίνδυνοι είναι μικροί ενώ δεν αναμένονται παρατηρήσιμες αυξήσεις των ποσοστών καρκίνου σε σχέση με τον ήδη προβλεπόμενο μέσο όρο. «Το να εκτιμήσουμε ποια από τα προβλήματα υγείας που θα εμφανιστούν στο μέλλον σχετίζονται με την ακτινοβολία και ποια όχι είναι δύσκολο» λέει ο δρ Πέτερ Γιάκομπ του Κέντρου Χάιμχολτς στο Μόναχο. Ο ειδικός στους κινδύνους από την ακτινοβολία συμμετείχε στη σύνταξη της έκθεσης. Εκτός από τις πόλεις Ναμίε και Ιτάτε, που επηρεάστηκαν άμεσα, οι κάτοικοι των άλλων περιοχών της Φουκουσίμα δεν εξετέθησαν σε δόσεις ακτινοβολίας υψηλότερες των 10 μιλισίβερτ. «Αυτή είναι σχεδόν η ποσότητα ακτινοβολίας που παίρνει κάποιος όταν κάνει αξονική τομογραφία» λέει ο δρ Γιάκομπ.

Πιο ευαίσθητες οι γυναίκες

Μόνο οι κάτοικοι της Ναμίε και του Ιτάτε θα πρέπει, σύμφωνα με την έκθεση, να περιμένουν μια μικρή αύξηση του κινδύνου καρκίνου. Αυτή διαφέρει ανάλογα με το φύλο. Οι γυναίκες που ήταν νήπια τη στιγμή του ατυχήματος ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μια αύξηση κατά 4% στην εμφάνιση συμπαγών όγκων. «Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει ένα επιπλέον κρούσμα καρκίνου στα 100 κορίτσια σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους» λέει ο δρ Γιάκομπ. Ωστόσο 29 στα 100 σύμφωνα με τις γενικές προβλέψεις αντιμετωπίζουν κίνδυνο καρκίνου έτσι κι αλλιώς, χωρίς να έχουν εκτεθεί στην ακτινοβολία. Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες θα αυξηθεί κατά 6%. Ο κίνδυνος καρκίνου του θυρεοειδούς ενδέχεται να αυξηθεί ως και κατά 70% για τις γυναίκες. Ωστόσο, επισημαίνει ο δρ Γιάκομπ, «ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι πολύ σπάνιος». Μόλις το 0,75% των γυναικών αντιμετωπίζουν κίνδυνο εμφάνισης του συγκεκριμένου καρκίνου υπό φυσιολογικές συνθήκες. Το πυρηνικό ατύχημα προσθέτει τώρα ένα 0,5% σε αυτό το ποσοστό.

Οι άνδρες από τις περιοχές που δέχθηκαν την περισσότερη ακτινοβολία, όπως η Ναμίε και το Ιτάτε, θα έχουν ενδεχομένως μια αύξηση του κινδύνου εμφάνισης λευχαιμίας κατά 7%.

Το μεγαλύτερο μερίδιο της έκθεσης στην ακτινοβολία «βάρυνε» τους 23.000 εργάτες που φρόντισαν για την ασφάλεια των ερειπίων του πυρηνικού σταθμού. Το ένα τρίτο από αυτούς δέχθηκε υψηλές δόσεις ραδιενέργειας. «Αν και δεν υπέστησαν μόνιμες βλάβες», λέει ο δρ Γιάκομπ, «ο κίνδυνος να εμφανίσουν καρκίνο του θυρεοειδούς και άλλων ασθενειών σχετικών με τον συγκεκριμένο αδένα έχει αυξηθεί δραματικά». Παρ’ όλα αυτά κανείς από τους εργάτες δεν υπέστη οξύ σύνδρομο ακτινοβολίας, γεγονός το οποίο θα είχε οδηγήσει σε θάνατο μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Ποια είναι η εικόνα μετά τα αποτελέσματα της έκθεσης του ΠΟΥ; Οι διάφορες προβλέψεις που έχουν γίνει ως τώρα διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Η περιβαλλοντική οργάνωση Global 2000 έχει, για παράδειγμα, προβλέψει 120.000 περιστατικά καρκίνου εξαιτίας της ακτινοβολίας. Από την πλευρά τους, δυο μηχανικοί, ο Τζον Τεν Χέβε και ο Μαρκ Γιάκομπσον του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, υπολόγισαν τον περασμένο Ιούνιο μόλις 2.500 επιπλέον περιστατικά καρκίνου σε όλο τον κόσμο. Οι δυο επιστήμονες εκτιμούν ότι ο αριθμός των θανάτων δεν θα ξεπεράσει τους 1.300. Σε σύγκριση με αυτές τις εκτιμήσεις οι προβλέψεις του ΠΟΥ φαίνονται σχεδόν ανώδυνες. Οι αντιδράσεις των επικριτών δεν θα αργήσουν.

Φόβος, ο μεγαλύτερος εχθρός

Ωστόσο αυτή η διαμάχη για τον αριθμό των μελλοντικών θυμάτων δεν βοηθάει σε τίποτε τους 210.000 πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή στις 11 Μαρτίου του 2011. Αντιθέτως, επιδεινώνει τον φόβο τους για τον αόρατο, σιωπηλό, άοσμο και άγευστο ραδιενεργό κίνδυνο. Τελικά οι άνθρωποι έχουν να παλέψουν περισσότερο με αυτόν τον φόβο παρά με την ίδια τη ραδιενέργεια. Για να καταλάβει κάποιος τι αναμένεται να συμβεί στους κατοίκους της Φουκουσίμα, βοηθάει να ρίξει μια ματιά πίσω στο Τσερνόμπιλ.

Το ατύχημα του 1988 ήταν πολύ πιο δραματικό από αυτό της Φουκουσίμα. Οι μηχανικοί του Τσερνόμπιλ ήθελαν να δοκιμάσουν έναν καινούργιο ρυθμιστή τάσης. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Απριλίου όμως το πείραμα απέτυχε. Ο αντιδραστήρας Νο 4 εξερράγη ενώ βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία, πυροδοτώντας τη μεγαλύτερη πυρηνική καταστροφή στην Ιστορία. Η ραδιενέργεια εκλυόταν στην ατμόσφαιρα για περισσότερο από 10 ημέρες. Περίπου 200.000 τετ. χλμ. γης μολύνθηκαν, κυρίως στην Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία. Πρόκειται για μια έκταση σχεδόν όση η Βρετανία.

Ακόμη και ελάχιστες ποσότητες ραδιενεργών σωματιδίων μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτό όμως που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ότι μπορούμε να αντεπεξέλθουμε μάλλον καλά σε ένα κάποιο επίπεδο ακτινοβολίας. Ανά πάσα στιγμή και σε κάθε γωνιά της γης διασπώνται και εκλύονται ραδιενεργά σωματίδια – από τα πετρώματα και το έδαφος ή από την κοσμική ακτινοβολία που έρχεται από το Διάστημα. Οι γιατροί χρησιμοποιούν τα ραδιοϊσότοπα για να σώσουν ζωές, όπως με τις θεραπείες ακτινοβολίας κατά του καρκίνου. Στις ανεπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία ο μέσος άνθρωπος εκτίθεται κατά μέσο όρο σε ακτινοβολία 2,1 μιλισίβερτ τον χρόνο. Δυο ακόμη μιλισίβερτ ενδέχεται να προστεθούν σε αυτά για ιατρικούς λόγους, όπως π.χ. αν κάποιος κάνει ακτινογραφία ή αξονική τομογραφία.

Το κατώφλι των 100 μιλισίβερτ

Από τότε που οι επιστήμονες μελετούν τις συνέπειες των ατομικών βομβών που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν εντοπίσει πότε οι επιπτώσεις από την ακτινοβολία γίνονται αισθητές. Μια μικρή αύξηση στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου υπάρχει όταν η δόση της ακτινοβολίας ξεπεράσει την τιμή των 100 μιλισίβερτ. Στατιστικά, στην περίπτωση αυτή σημειώνεται ένα επιπλέον περιστατικό καρκίνου ανά 100 άτομα στον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, στα περισσότερα βιομηχανικά κράτη ούτως ή άλλως περίπου 40 στους 100 ανθρώπους εμφανίζουν κακοήθη όγκο. Ετσι, η άμεση σχέση ανάμεσα στον καρκίνο και τη ραδιενέργεια χάνεται κάπου μέσα στα στατιστικά στοιχεία.

Για τον λόγο αυτό οι ειδικοί κάνουν κυρίως υποθετικές εκτιμήσεις όταν πρόκειται να υπολογίσουν τον πιθανό αριθμό των περιστατικών καρκίνου που μπορεί να εμφανιστούν έπειτα από ένα πυρηνικό ατύχημα. Καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις κινδύνου κάτω από τα 100 μιλισίβερτ, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο επικίνδυνη είναι η χαμηλή δόση ακτινοβολίας με τα υπάρχοντα δεδομένα.

Το «μάθημα» του Τσερνόμπιλ

Στην περίπτωση του Τσερνόμπιλ οι εκτιμήσεις για τους θανάτους από καρκίνο διαφέρουν πολύ μεταξύ τους – κυμαίνονται από τις 10.000 ως τα 1,7 εκατομμύρια. Το πρόβλημα είναι ότι όλες τους είναι σωστές. Απλώς οι υπολογισμοί έχουν γίνει με βάση διαφορετικούς αριθμούς και διαφορετικές υποθέσεις. Πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις, για παράδειγμα, συνήθως υπερτιμούν τον αριθμό των θανάτων εφαρμόζοντας μοντέλα που αγνοούν το όριο των 100 μιλισίβερτ. Η έκθεση της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τις Επιπτώσεις της Ατομικής Ακτινοβολίας (UNSCEAR) σχετικά με το Τσερνόμπιλ, η οποία ενημερώνεται διαρκώς, ίσως παρέχει την πιο αξιόπιστη πρόγνωση για τον αριθμό των θυμάτων. Σύμφωνα με αυτήν, οι θάνατοι από καρκίνο λόγω της ακτινοβολίας θα ανέλθουν σε 9.000.

Κατά τον ίδιο τρόπο τα στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία και των θανάτων μετά το ατύχημα της Φουκουσίμα είναι κάθε άλλο παρά σαφή. Οι ερευνητές του Στάνφορντ, επί παραδείγματι, χρησιμοποίησαν ένα υπολογιστικό μοντέλο το οποίο έλαβε υπόψη και τιμές ακτινοβολίας που πλησιάζουν εκείνες των φυσικών πηγών. Αλλοιώνει αυτό τα δεδομένα; Τελικά το μόνο στο οποίο μπορούν να βασιστούν οι επιστήμονες είναι οι ορατές επιπτώσεις που παρατηρούνται στις δεκαετίες που ακολουθούν ένα πυρηνικό ατύχημα.

Μετά το Τσερνόμπιλ και ως σήμερα μόνο ο αριθμός των περιπτώσεων καρκίνου του θυρεοειδούς αυξήθηκε αισθητά. Οι επιδημιολόγοι μέτρησαν 6.000 επιπλέον περιπτώσεις λόγω της ακτινοβολίας μεταξύ των περίπου επτά εκατομμυρίων ατόμων που ζούσαν στις πληγείσες περιοχές. Τα περιστατικά αυτά σημειώθηκαν κυρίως στους κατοίκους της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, και ιδιαίτερα σε όσους τη χρονική στιγμή του ατυχήματος ήταν ακόμη παιδιά ή έφηβοι. Αυτό γιατί εισέπνευσαν ραδιενεργό ιώδιο και ήπιαν μολυσμένο γάλα. Μετά την έκρηξη του αντιδραστήρα πέρασαν αρκετές ημέρες έως ότου οι 116.000 κάτοικοι της περιοχής να μεταφερθούν σταδιακά σε ασφαλές μέρος. Και ήταν ήδη αργά.

Ακόμη και έτσι, οι περιπτώσεις καρκίνου φαίνονται εντυπωσιακά λίγες. Επιπλέον, ο καρκίνος του θυρεοειδούς αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιτυχία. Το 90% των ασθενών επιβιώνουν 20 χρόνια μετά την ανίχνευση του όγκου. Η ασθένεια είναι θανάσιμη μόνο για ελάχιστους ανθρώπους.

Ωστόσο ο φόβος απέναντι στη ραδιενέργεια δεν υποχωρεί. Χωρίς αμφιβολία και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή η σοβιετική κυβέρνηση έκρυβε για χρόνια μετά το ατύχημα την πραγματική έκταση της καταστροφής. Παρ’ όλα αυτά, παρά τις πολυάριθμες έρευνες που διεξήγαγαν, οι διεθνείς εμπειρογνώμονες της UNSCEAR δεν εντόπισαν σαφείς ενδείξεις αύξησης σε άλλους καρκίνους ή άλλες βλάβες που να έχουν προκληθεί από τη ραδιενέργεια.

Ο άνεμος έσωσε ζωές

Στην Ιαπωνία η κατάσταση ήταν διαφορετική από εκείνη στο Τσερνόμπιλ. Στις 11 Μαρτίου του 2011, στις 14.46 τοπική ώρα, σημειώθηκε σεισμική δόνηση μεγέθους 9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με διάρκεια αρκετών λεπτών. Ηταν ο ισχυρότερος σεισμός που έχει καταγραφεί στην Ιαπωνία και προκάλεσε ρήγματα στο έδαφος σε βάθος ως και επτά μέτρων στις βορειοανατολικές ακτές του Τοχόκου. Μισή ώρα αργότερα αρκετά σεισμικά κύματα έπληξαν τις ακτές. Τα τσουνάμι συμπαρέσυραν σπίτια, αυτοκίνητα και εργοστάσια, φθάνοντας ως και δέκα χιλιόμετρα στο εσωτερικό της στεριάς. Σχεδόν 19.000 άτομα έχασαν τη ζωή τους. Στον πυρηνικό σταθμό Φουκουσίμα-Νταΐτσι ο σεισμός έκοψε την ηλεκτροδότηση. Ενα κύμα πλημμύρισε τις γεννήτριες έκτακτης ανάγκης.

Επί ώρες οι εκτός λειτουργίας αντιδραστήρες παρέμειναν χωρίς ψύξη. Λίγο αργότερα 210.000 άνθρωποι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους. Λιγότερο από μια ημέρα μετά, εκρήξεις από την ανάφλεξη υδρογόνου ανατίναξαν το τσιμεντένιο κέλυφος του πρώτου αντιδραστήρα – δύο ακόμη ακολούθησαν. Μέσα στην καταστροφή οι άνθρωποι στάθηκαν τυχεροί, αφού ο άνεμος έδιωχνε τα ραδιενεργά σωματίδια προς τη θάλασσα. Σχεδόν το 80% της ραδιενέργειας – περίπου το ένα πέμπτο εκείνης που εκλύθηκε από τον αντιδραστήρα Νο 4 του Τσερνόμπιλ – απομακρύνθηκε από τις ακτές. Σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ κανένας στην περιοχή δεν εκτέθηκε σε ποσότητα ακτινοβολίας που να αγγίζει τα 100 μιλισίβερτ.

Πηγή άρθρου: tovima.gr