
Κεφαλονίτικη παρέα
Ουφ, απόψε έσκασα από την κάψα, τα γράδα του θερμομέτρου ανεβαίνουνε ολοταχώς και, για να δροσιστώ νια χια, αρκίνησα, να σκέφτουμαι για τα παλεγά, τόμου αριβάραμε τσι παραλίες, για να μπανιαριστούμε…
Το δύσκολο όμως ήτανε, όταν είχαμε κατά νου, να πάμετε πουλιό αλάργα από το Γροστολάκι μας, όπως, σα να πούμετε, στα Καλάμια, στην Παλιοσταφίδα, στα Γραδάκια, στον Πλατύ ή στο Μακρύ Γιαλό. Για να φτάκει κάποιος μίσια μ’ εκεί, ήτανε ολάκερη ιστορία. Από βραδύς οι κομπανίες από τσ’ αμίκους, που θε’ να παίρνανε μέρος στην εκδρομή, εκάνανε συφωνία για το μέρος προορισμού (τούτη τη βολά, θα ήτανε ο Μακρύς Γιαλός) και την ώρα τσ’ αναχώρησης, βεραμέντε ήταν πως θα γινότανε με τα ποδάρια, περκέ τότενες δεν είχαμε κι άλλη επιλογή, πού αμάξια, πού μοτοσακά, κανιά βολά, σπάνιο πράμα, κάποιος από την κομπανία, να ‘χε αποδήλατο.
Μπριχού ξεκινήσουμε από τσι κάζες μας, οι μανάδες μας, σε ένα τουβαέλι, μας εβάνανε το κάτι τις μας, όπως λίγη φέτα, μερικές ελιές, κάνα κομιντόρο ληξουρέικο, κάνα αγγούρι, αν υπηρχε κάπου κι αργά, κανένα κεφτεδάκι και φρούτα τση εποχής, δηλαδή κάνα βούσκο ή φρακασάνες και κανιά βολά κανένα μικρούτσικο καούνι… Ούλα ετούτα επειδή εξέρανε, ότι η επιστροφή θε’ να ΄τανε κατά το σούρουπο.
Στο ξεκίνημα για τον πηγαιμό στο Μακρύ Γιαλό, περκέ ήμασταν αγουροξυπνημένοι, ούλα τα στόματα ήτανε σφαλιστά, παρί τόμου αγάλια-αγάλια εξυπνάγαμε, τα πειράγματα, του ενός στον άλλονε, εδίνανε κι επέρνανε και για δαύτο επέρναε γλήορα η ώρα, που ούτε εκαταλαβαίναμε πότε αριβάραμε.
Το πόστο το διαλέγαμε από μπριχού, για να έχουμε την απερτούρα να τζογάρουμε ποδόσφαιρο, βόλλεϋ, ρακέτες, το μπιζ, τη μακρυά γαϊδούρα, να κάνουμε σκουρδουμπέλια στην άμμο, το «κράξιμο», που ο ένας εφώναζε τον άλλονε για βουτιά, τσι «πατητές» και άλλα πολλά…
Αρκετά παιδιά, από την κομπανία, είχανε μαζί τσου και τα ινστρουμέντα τσου, όπως κιτάρες, μαντολίνα, σουναμέντα και κανένα δικοντέ. Τόμου αρκινάγανε το κούρντισμα από αλάργα, τα επαρατάα με ούλα και ετρέχαμε να καντάρουμε. Πάντως τα φάρτσα ήτανε απαγορευμένα! Τόμου κανείς ήτανε φάρτσος, ανοιγόκλεινε τη μπόκα του, χωρίς να βγάνει άχνα μέσαθε του.
Τα τραγούδια, που ελέαμε, ήτανε όλα ευκειά που εκαντάρανε οι φαμόζοι τση εποχής, του Τώνη Μαρούδα, του Σώτου Παναγόπουλου, του πατριώτη μας του Φώτη του Πολυμέρη, του Νίκου Γούναρη και άλλων, που τότε ετραγουδούσανε το «μπελ-κάντο».
Τόμου έπεφτε το σκοτίδι, αρκινάαμε το μάζεμα για την επιστροφή κουρασμένοι μεν, παρή ευκαριστημένοι, για την ωραία εκδρομή. Τόμου αριβάραμε τσι κάζες μας, πέφταμε ξεροί για ύπνο.
Όμως, τσι πελισσότερες βολές, επηέναμε κάτου στην Κυανή Αχτή, που ήτανε πουλιό κοντά. Την Κυανή Αχτή τότε την εδιαφέντευε ο Γεράσιμος ο Απέργης, ο «θαλασσόλυκος» όπως τονε ονομάτισα, περκέ ο αθεόφοβος, βάρτηκε να πάει μονάχος του, από το Αργοστόλι, στην Πάτρα, με ένα κανό μονόκουπο, από ευκείνα που ενοίκιαζε και το έκαμε το ατζάρδο και έφτακε στην Πάτρα! Ούλες οι φελλάδες, τση εποχής εκείνης, εγράφανε για το κατόρθωμά του!
Ούλα τα παραπάνω, που εθυμήθηκα, συνέβαιναν αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως είχα προκάμει και την εποχή λιγουλάκι μπριχού τον Πόλεμο. Τα πράματα τότενες ήτανε αρκετά διαφορετικά… Να σκεφτεί κανείς, ότι στο Μέτελα οι καμπίνες για τσι σιόρες ήτανε σε άλλη μάντα και οι καμπίνες για τσου σινιόρηδες σε άλλη. Θυμάμαι, βέσβελο τότε, που η μάνα μου με έπαιρνε μαζί τση στο μπάνιο, οι σιόρες εφοράγανε, αντί για μπανιερό, τα μισοφόρια τσου με νια φουρκαδέλα στη μέση, όχι όπως είναι σήμερις, με …τάγκα και δε συμμαζεύεται, ολόμπιδες δηλαδή… Οι σινιόροι εφοράγανε ολόσωμα μπανιερά και, όσοι δεν είχανε, εκάνανε μπάνιο με τσι μακρυές τσου σωβράκες…
Να τι μου έκαμε η κάψα! Να θυμηθώ τα παλεγά και με τσι αναμνήσεις μου εδροσίστηκα ακετά γι’ απόψε.
Κλείνοντας , θα ‘θελα, να αφιερώσω σε όλους τσου ανθρώπους, που έχουνε ζήσει ευκειές τσι εποχές, τσου στίχους από το τραγούδι του Κοινούση «να ξαναγινόμαστε πάλι πιτσιρίκοι, με κοντοπαντέλονο, μπάλα και ξυλίκι…».
Κείμενα – Παρουσίαση:
Δ. Αντ. Τζουγανάτος
Γλωσσάρι:
γράδα = βαθμοί μέτρησης
Γροστόλι = Αργοστόλι
μίσια με = έως
κομπανίες = παρέες
αμίκος = φίλος
βεραμέντε = σίγουρα
μοτοσακό = μοτοποδήλατο, μοτοσυκλέτα
τουβαέλι = τραπεζοπετσέτα
βούσκο = είδος σύκου
φρακασάνες = είδος σύκου
καούνι = είδος πεπονιού
αριβάρω = φτάνω
τζογάρισμα = παιχνίδι
σκουρδουμπέλια = τούμπες
κάντο = τραγούδι
μπελ-κάντο = μελωδικό τραγούδι
ατζάρδο = παράτολμο κατόρθωμα
φελλάδες = φυλλάδες, εφημερίδες
σιόρες = κυρίες
φουρκαδέλα = τσιμπίδι
ολόμπιδες = ολόγυμνες
σινιόροι = κύριοι
ξυλίκι = παιδικό παιγνίδι, το οποίο παιζόταν με δύο κομμάτια ξύλου, με το ένα εκτόξευαν το άλλο