Γυναίκα και έγκλημα στην Κεφαλονιά των αρχών του περασμένου αιώνα

Παλιά Κεφαλονιά

Παλιά Κεφαλονιά

Οι κοινωνικές και ιδεολογικές αντιλήψεις της εποχής εκείνης έδιναν στον άνδρα (πατέρα, αδερφό, σύζυγο) δικαίωμα, αν όχι καθήκον, ζωής και θανάτου πάνω στη γυναίκα, που ζούσε απόλυτα περιορισμένη στο σπίτι.

Για του λόγου του αληθές, το 1902 στην πόλη του Ληξουρίου έρχεται στο φως φρικτό έγκλημα, το οποίο σήμερα θα αποκαλέσουμε Κωσταλέξι. Αδερφός μη μπορώντας να ανεχτεί τον άσωτο βίο της αδερφής του, η οποία είχε συνάψει ερωτικό δεσμό με χωροφύλακα και επιδιδόταν σε κλοπές, με τη βοήθεια της συζύγου του και την δια της σιωπής συγκάλυψη των γειτόνων, τη φυλακίζει για 2 χρόνια σε μια άθλια, σκοτεινή κρύπτη, που σχημάτιζε η σκάλα του υπογείου.

Το μαρτύριο της 47χρονης κοπέλας τελειώνει τυπικά τουλάχιστον με την απελευθέρωση της από τον αστυνομικό διευθυντή και τον ειρηνοδίκη, που σοκάρονται στη θέα της ανήμπορης να περπατήσει και να μιλήσει, λόγω εξάντλησης, γυναίκας, με τη σκελετωμένη και καταφαγωμένη από τις ψείρες σάρκα. Το θύμα μεταφέρεται άμεσα στο νοσοκομείο, ενώ ο δράστης στο αστυνομικό τμήμα όπου κρατείται, δείχνει βαθιά πεπεισμένος πως έπραξε το σωστό για να «ξεπλύνει» την τιμή της οικογενείας του.

Ξεφυλλίζοντας το «Ζιζάνιο» του σατυρικού ποιητή Μολφέτα δε λείπουν και οι περιπτώσεις συζυγοκτονιών, όπως η ακόλουθη. Ένα μαγιάτικο απόγευμα του 1906, ψαράς επιστρέφει ξένος σε ακρογιαλιά της Ερίσσου, ισχυριζόμενος ότι ξαφνικό μπουρίνι αναποδογύρισε τη βάρκα του, με αποτέλεσμα να πνιγεί η γυναίκα του και ο ίδιος να σωθεί κολυμπώντας. Μα ο πάντα δύσπιστος δημοσιογράφος, αναφέρει χαρακτηριστικά: «…είναι έργο της ανακρίσεως να εξακριβώσει αν πρόκειται περί τυχαίου δυστυχήματος, ως λέει ο σύζυγος, ή περί εγκλήματος, ως διεδόθη εις το χωρίον».

Αλίμονο άλλωστε σε όποια έπαιρνε την απόφαση να καταγγείλει το δυνάστη της στις αρχές! Την περίμενε ακόμη και αποτρόπαιος θάνατος, όπως μια Λειβαθινιά, που τ’ αποτόλμησε στα 1914.

Την ίδια χρονιά (1914), η κοινωνία τ’ Αργοστολιού συγκλονίζεται ξανά στο άκουσμα της είδησης πως νεαρή υπηρέτρια από τη γειτονική Λευκάδα, εσωτερική σε πλουσιόσπιστο της πόλης, εξαιτίας ψυχολογικών προβλημάτων και έλλειψης ασύλου κατάλληλου για τη φροντίδα της, κλείστηκε άστοργα στις φυλακές (πρακτική συνηθισμένη τον καιρό εκείνο μέχρι να βρεθεί θέση στο φρενοκομείο της Κέρκυρας). Ο σάλος που προκλήθηκε με τη δημοσιοποίηση του γεγονότος οδηγεί στην άμεση αποφυλάκιση και επιστροφή στους γονείς της.

Όσον αφορά τα νόθα, όπως περιφρονητικά αποκαλούνται τα εκτός γάμου γεννημένα παιδιά, διαφωτιστικά είναι τα λόγια του Αγγελοδιονύση Δεμπόνου από το βιβλίο του «Σταθμοί»: «…Πρέπει όμως να περάσει ο αδυσώπητος 19ος αιώνας και να μπούμε στον 20ο, που στις πρώτες του δεκαετίες έδειξε πιο ανθρώπινο πρόσωπο από τον προκάτοχό του… Για να αλλάξουν οι συνθήκες διαβίωσης των ορφανών πρέπει πρώτα ν’ αλλάξει η νοοτροπία της κοινωνίας. Να πάψουν να είναι τα έκθετα, τα ποθούμενα αποκτήματα για τον πολλαπλασιασμό των ανέξοδων εργατικών χεριών στις αρχοντοϊκογένειες, που τα επιζητούν, για να μη «μιανθούν» οι δικοί τους βλαστοί με χειρωνακτικές εργασίες».

Με το φόβο λοιπόν του κοινωνικού στιγματισμού, της «ρετσινιάς» και ενός αβέβαιου μέλλοντος, για την ίδια και τον καρπό του έρωτά της, η ανύπαντρη μητέρα σπεύδει να τον ξεφορτωθεί αμέσως μετά τον τοκετό άλλοτε πετώντας τον στο βόθρο «!» του σπιτιού που εργαζόταν ως υπηρέτρια και άλλοτε στη θάλασσα(6), αφού πρώτα το έπνιγε με σκοινί, χωρίς τις περισσότερες φορές να αποκαλύπτεται η ταυτότητά της.

Ωστόσο, τα αισθήματα προδοσίας και η απελπισία, τη μεταβάλλουν συχνά από θύμα σε θύτη. Το παλιό Δικαστικό μέγαρο «που χτισμένο από το Νάπιερ το 1825 έστεκε στο κέντρο της πλατείας μέχρι το 1906, οπότε το κατεδάφισε ο δήμαρχος Σ. Κοσμετάτος», γεμίζει ασφυκτικά κατά τη εκδίκαση της υπόθεσης της Θιακιάς, που το 1900(7) σκότωσε τον πατέρα του παιδιού της, επειδή, παρά τις υποσχέσεις του, αρνήθηκε να τη στεφανωθεί. Η απόφαση αθωώνει την κατηγορούμενη, η οποία λίγο πριν φύγει για το νησί της δεν παραλείπει να ευχαριστήσει μέσω του «Ζιζανίου» την τοπική κοινωνία για την ηθική στήριξη.

Τέλος, μιας και ως γνωστόν η ιστορία επαναλαμβάνεται, τρεις δεκαετίες αργότερα διαβάζουμε στον «Παρατηρητή»(8) την ίδια ουσιαστικά ιστορία, αλλά με άλλους πρωταγωνιστές, «ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΟΝΟΥ ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΟΡΕΥΣΗΣ». Η εν λόγω δράστις προέβη εις την πράξη της τοιαύτη διότι ο παθών ιατρός, έχων συνάψει μετ’ αυτής ερωτικάς σχέσεις την διακόρευσε προ διετίας και έκτοτε υποσχόμενος γάμος συνέζη αθεμίτως μέχρι πρότινος, οπότε την απέπεμψε εκ της οικίας του…»

Βιβλιογραφία:

1. «Ζιζάνιο» 6/4/1902

2. «Ζιζάνιο» 20/5/1906

3. «Ζιζάνιο» 3/9/1914

4. «Ζιζάνιο» 24/9/1914

5. «Ζιζάνιο» 5/12/1909

6. «Ζιζάνιο» 13/3/1910

7. «Ζιζάνιο» 22/1/1900

8. «Παρατηρητής» 19/7/1930

Έρευνα: Ρενάτα Χαλιώτη

Πηγή άρθρου: kefalonitis.com