
Στην παλιά ταβέρνα
Αν ξεφυλλίσουμε την Π. Διαθήκη, βλέπουμε τι έπαθε ο σεβάσμιος Νώε, που έδωσε πολύ εμπιστοσύνη στο ζουμί των προϊόντων του αμπελιού του. Όλα τούτα τα θαυμαστά γινήκανε μετά τον κατακλυσμό.
Και είναι η πρώτη φορά, που απαντάμε για αμπέλια στην Π. Διαθήκη.
Ας πάρουμε λοιπόν τον Νώε για πρώτο καλλιεργητή και πρώτο… πότη. Ετούτο βέβαια κατά την Εβραϊκή άποψη.
Επειδή όμως η Π. Διαθήκη γίνηκε γνωστή στο χώρο της Ελληνικής γραμματείας πολύ αργότερα, και μέχρι τα χρόνια εκείνα ο θεός Διόνυσος, ο Βάκχος, αναφέρεται σαν πρώτος καλλιεργητής του αμπελιού, στην κρίση και την θέλησή σας είναι να πάρετε όποιον θέλετε για «πρώτο διδάξαντα». Αν όμως συνταιριάξουμε το μυθολογούμενο ταξίδι του Διόνυσου στις Ινδίες και τα σπαρμένα στην διαδρομή εκείνη ιερά του, δεν θα λαθέψουμε πολύ, αν ισχυριστούμε πως η γνώση για την καλλιέργεια του αμπελιού, μας ήρτε από την Ασία!
Αμπέλι και κρασί σε πολλές εκφράσεις καταντάνε συνώνυμα, γιατί ο γλυκός χυμός των καρπών του πρώτου γίνεται το δεύτερο με τη ζύμωση, για την οποία φροντίζει η φύση. Έτσι, το κρασί μας ήρτε από την Ασία. Φοίνικες ή καθόλου απίθανο Έλληνες ταξιδιώτες, θα το μεταφέρανε στον Ελλαδικό χώρο, όπου και εγκλιματίστηκε και πήρε τη θέση που του άρμοζε.
Στην Ελλάδα είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια. O Όμηρος το αναφέρει πιο πολλές φορές απ’ το νερό. Και οι ανθρώπινοι ομηρικοί μας ήρωες -με προβαλλόμενη την προσωπικότητα του «θείου Οδυσσέως»- ήτανε και αξεπέραστα ποτήρια. Και άριστοι εχτιμητές του θείου χυμού. Κρασί ήτανε το καλύτερο δώρο σε βασιλιάδες και αρχηγούς και μερικά κύπελλα «κεκραμένου» εσφράγισαν φιλίες, ή στερέωσαν κλονισμένες εμπιστοσύνες!
Μια λοιπόν παράδοση ελληνοπρεπέστατη, αρχαϊκή ας πούμε, αν δεν σας ενοχλεί και θεία, είναι η παράδοση του κρασιού. Και σαν τέτοια, έχει όχι μονάχα βαθιές ρίζες, μα και ανάλογους αντίχτυπους. Μπορούμε να κοιτάμε το σφυγμό κάθε εποχής μέσα από το ποτήρι. Και το σκουτέλι ή η κανάτα, όσο και αν φαίνεται αστείο, μπορεί να μοιάσει με τη σφαίρα του μάγου του μεσαίωνα. Μονάχα που εκείνοι κοιτάζανε τα μελλούμενα. Εμείς, τα περασμένα
Το κρασί με τη μικρή του περιεκτικότητα σε οινόπνευμα και με τον τρόπο της διάθεσής του, μπήκε στην κοινωνική ζωή και εδημιούργησε μια ειδική κοινωνική κατάσταση. Σα να ‘χει μέσα στο μόριό του τις καταβολές της ομαδικής παρουσίας των Σατύρων και των Μαινάδων. Σπάνια θα συναντήσεις κρασοπατέρα να τα κοπανάει μοναχός του. Πρέπει να ‘χει κάποιο κρυφό ντέρτι, για να επιδιώκει τη μοναξιά. Ιερό του; η Ταβέρνα. Το καπηλειό.
Ας πούμε λίγα λόγια για τον χώρο ετούτο, όπως οι αιώνες και η παράδοση τον καθιέρωσαν. Αρχικά ήταν, στον μεσαίωνα ιδιαίτερα, που η ονομασία καπηλειό είναι και η επικρατέστερη, χώρος όχι μονάχα κρασοποσίας, αλλά και παιχνιδιού. Και επειδή οι ταβερνιάρηδες και το περιβάλλον τους ήταν όχι μονάχα παίχτες, αλλά κλέβανε τους ταξιδιώτες στα τυχερά παιχνίδια που γινόντανε εκεί μέσα, μα σύγχρονα ενοθεύανε και τα ποτά που πουλούσανε, σε τέτοιο βαθμό, που κατάντησε στο τέλος μέσα στο χώρο αυτό τίποτα να μην είναι γνήσιο, ούτε το εμπόρευμα, ούτε τα άτομα, ούτε οι χαρακτήρες, το ρήμα «καπηλεύω» πήρε τη δυσώνυμη σημασία που έχει σήμερα. Η λέξη «ταβέρνα» μας ήρθε από την Δύση. Αν μας έχει επηρεάσει το ομώνυμο έργο του Ζολά, πολύ κακή προκατάληψη θα έχουμε για το χώρο που πουλιώτανε το κρασί στον τόπο μας. Γιατί εδώ θέλω να καταλήξω. Σκοπός μου είναι να δώσω λίγη ζωντάνια στη ζωή της Ταβέρνας του Αργοστολιού, όπως ήταν δυο γενεές πριν, στο πρώτο εικοσάχρονο του αιώνα μας, μέχρι τις μέρες του πολέμου. Γιατί ο πόλεμος, ο δεύτερος παγκόσμιος, στάθηκε ορόσημο, πες τέρμα, στη ζωή της ταβέρνας του Αργοστολιού. Η κατοχή που έσπειρε την πόλη με «TRATTORIE», δεν μπόρεσε ούτε να διατηρήσει τη μορφή της παλιάς Αργοστολιώτικης ταβέρνας, ούτε σαν κρίκος να κρατήσει την ανάμνηση και να την αναστήσει με την απελευθέρωση. Η κατοχή διέστρεψε και ο σεισμός την εξαφάνισε. Και σαν χώρο και σαν θεσμό!
Όταν λέγαμε Ταβέρνα στο Αργοστόλι, εννοούσαμε το χώρο, το μαγαζί που πουλούσε αποκλειστικά κρασί. Και ιδιαίτερα λιανοπούλι στο ποτήρι. Το μαγαζί δεν πουλούσε τίποτα άλλο. Ούτε τρόφιμα, ούτε ορεκτικά, ούτε λίγο τυρί ακόμα ή σαλουμικό για να φρύγει το λαρύγγι και να ανοίξει τη δίψα. Αυτά έπρεπε να έρθουν απ’ έξω!
Ήταν η μακάρια εποχή που η μπύρα, η «Φιξ», ερχότανε στα μακρόστενα σκούρα μπουκάλια, μέσα σε κοφίνια με άχερα, για να μη σπάνε, και ήτανε προνόμιο λίγων σπιτιών. Σε ελάχιστα κέντρα την έβρισκες και η ζήτησή της ήτανε περιορισμένη. Ο κόσμος έπινε κρασί. Και όχι μονάχα στο σπίτι, στο φαί. Το έπινε και πριν από το φαί, στην ταβέρνα. Γιατί η ταβέρνα ήταν πιο πολύ ένας χώρος που ο δουλευτής, ο μαγαζιάτορας, ο έμπορας, υπάλληλος (το σερνικό πάντα στοιχείο, γιατί γυναίκες δεν πατούσαν το πόδι τους), συναντούσε την παρέα του, μάθαινε τα νέα, κουτσομπόλευε τα γεγονότα και ένιωθε λίγη ξεκούραση από το μόχθο και τις σκοτούρες της ημέρας. Το μεσημέρι, πριν το φαί, μα πιο πολύ το κοντόβραδο, μόλις τα μαγαζιά σφαλούσανε, μέχρι αργά τις πρώτες ώρες της νέας μέρας, οι ταβέρνες μυρμηγκιάζανε από ζωή, από κίνηση, από κόσμο κάθε τάξης και ηλικίας. Ήτανε ο χώρος της πολιτικής συζήτησης, των κοινωνικών νέων. Ο χώρος που πνιγότανε καημοί και υφαινότανε όνειρα. Μα πιο πολύ, ήτανε ο χώρος του τραγουδιού. Εδώ οι παρέες βρίσκανε τα πρίμα και τα σεγόντα τους. Εδώ, οι μπάσοι μπορούσανε να ανοιχτούνε με την συνοδεία κιθάρας και να σιγουρέψουνε τους τενόρους με την καθάρια φωνή. Εδώ μέσα σχεδιαζόντανε Αριέτες και γινόντανε ρίμνες, ή προσαρμοζόντανε λαϊκοί στίχοι σε γνωστά μουσικά μοτίβα!
Ένας ευρύτερος ισόγειος χώρος. Αν ήταν και χωρίς απανώχτισμα, τόσο το καλύτερο, που δεν θα ‘χανε τους «από πάνου» να γκρινιάζουν για το θόρυβο και την ανησυχία. Στην μια πλευρά τα βουτσιά. Τεράστια βαρέλια, που χωρούσανε από εκατό σέκια και απάνου. Μερικοί τα είχανε ονοματίσει με γυναικεία ονόματα. Άλλοι με αριθμούς. Σε άλλες ταβέρνες είχανε χρωματίσει με διαφορετικό χρώμα το τύμπανο του βουτσιού. Όλα αυτά είχανε και μια πρακτική σημασία. Ηξέρανε από ποιο βαρέλι θα πιούνε. «Τη Μαρία», Το «25» ή «Το κίτρινο»! Γιατί κάθε βαρέλι μπορεί να ‘χε διαφορετική ποιότητα, μα μπορεί και να βρισκότανε σε διαφορετική κατάσταση. Άλλο να ‘τανε γιοματάρι, άλλο σώσμα, άλλο να ‘τανε στο σήκωμα. Και για τους πιστούς του κρασιού είχε μεγάλη σημασία και η ποιότητα και η ηλικία και η κατάσταση.
Μπρος από τα βαρέλια το τεζάκι. Με μαρμάρινο πάγκο σα νεροχύτη. Πολλές φορές ο μπάγκος ήτανε από μωσαϊκό, που η χρήση τον είχε σκαλίσει και του είχε φάει το τσιμέντο. Πάνω του σειρά τα ποτήρια απίκουπα και δίπλα μια λεμονόκουπα για το δρόσισμα των ποτηριών και το αρωμάτισμα. Ένα μπάνιο νερό για το πρώτο πλύσιμο και ένα ντεποζιτάκι με βρυσούλα για το τελικό πέρασμα. Κοντά στα ποτήρια κανάτες, μποτσονάκια, πίντες, μισόπιντες. Μα κάθε ταβέρνα είχε οπωσδήποτε και ένα ιδιαίτερο. Το χώρο που μπορούσε η παρέα να φάει το μεζέ που είχε φέρει και να πιει το κρασάκι της, μακριά από τα ξένα βλέμματα.
Ένας πάγκος – τραπέζι στη μέση, που μπορούσε να ξενίσει 15 άτομα, και στις πλευρές του πάγκου σκαμνιά ξύλινα. Όμοια τραπεζοκαθίσματα και μέσα στην κύρια ταβέρνα. Και στους τοίχους λιθογραφίες της Γενοβέφας, του Μεγαλέξανδρου, της Κασσιανής. Δεν έμενε σημείο τοίχου ακάλυπτο. Ό,τι παράξενη λιθογραφία, από κλέφτες και αμαρτωλούς, μέχρι τους ήρωες του ‘21. Στη μια μεριά τα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι», «Ψαρά» και το θρυλικό «Αβέρωφ» και στην άλλη ανάκατα, πολιτικοί, φιγούρες του Καραγκιόζη, οι Λήσταρχοι Ρετζαίοι, η Γκόλφω. Άλλοτε η «Θυσία του Αβραάμ» και πολύ συχνά το δίπτυχο «Ὁ πωλῶν τοῖς μετρητοῖς – Ὁ πωλῶν ἐπί πιστώσι». Ό,τι φανταχτερή διαφήμιση, ό,τι χρωματιστό έντυπο γινότανε ταπετσαρία που εκάλυπτε τους τοίχους!
Η ταβέρνα, όπως το ξανάπαμε, πούλαε αποκλειστικά κρασί. Τα τελευταία χρόνια, που άρχισε η παρακμή, μερικές ταβέρνες βάλανε και λίγο τυρί για μεζέ και μάλιστα πιο εξελιγμένη του Λινάρδου του Κουνάδη, εκεί πίσω στο στενό, κάτου από το Βλαχέικο σπίτι, είχε και του πουλιού το γάλα. Και χοιρομέρια και τυριά και αυγοτάραχα και σαλάμια. Μα ετούτη ήτανε μια εξαίρεση. Όπως εξαίρεση αποτέλεσε και το μπέρδεμα ταβέρνας και μπακάλικου που έγινε κατοπινά.
Θυμάμαι την τεράστια ταβέρνα του Νικόλα του Καππάτου στην παραλία. Κάτου από το παλιό Θεοτοκατέικο. Πριν το αγοράσουν και το κάνουν παντοπωλείο. Είχε μια ιδιότυπη εσωτερική διαρρύθμιση με στοές, θόλους και πολλά, πάρα πολλά, ιδιαίτερα. Ήταν η μεγαλύτερη ταβέρνα του Αργοστολιού και δεν πούλαγε, παρά μονάχα κρασί λιανοπούλι. Τον μεζέ, λίγο τυρί συνηθισμένα, κάνκαρο σολομού ή «καπνιστό» ψημένον στο λαδόχαρτό του, τον έφερνε η παρέα μαζί της. Και εκεί στο χαμηλό φως, ποτηράκι – ποτηράκι και αστείο και κουβεντούλα, ξεχνιότανε της μέρας ο μόχθος.
Άλλη μεγάλη ταβέρνα, του Καραΐσκου. Ήτανε ένας άντρουκλας εκεί πάνου, με τα χέρια του γεμάτα τατουάζ. Απέναντι, η ταβέρνα του Κωστάτου, και οι δύο τους βρισκόντανε στο δρόμο κάτου από τα στραγαλάδικα.
Πίσω από τα Γασπαρινατέικα γκαράζια, η ταβέρνα του Βλαχούλη, που αργότερα την πήρε ο Θανάσης ο Παγουλάτος. Φημισμένη για τα υπέροχα κρασιά της. Αγοράζανε το μούστο και τον αφήνανε να γίνει μέσα στα καλοκαθαρισμένα βουτσιά. Έτσι είχανε δικό τους κρασί ολοχρονίς.
Στο δρόμο, μέσα από την Πλατεία της Καμπάνας, ήτανε η ταβέρνα του Παναγή του Μιτάκη. Εδώ, τακτικός θαμώνας, ο εισηγητής της Νομαρχίας Διονυσάκης Μελιδώνης, που αργότερα, χάρη στο κρασί, έγινε κουμπάρος του Μιτάκη. Στην παρέα ο Αλέξανδρος ο Ξυγκάκης, ο Γερασιμάκης ο Αποστολάτος ή Κοσπετόνης, ο Μπερλάης. Πάνου στο τεζάκι ο μαγαζιάτορας είχε ένα τεράστιο κουδούνι δικαστηρίου. Και όταν το σούρουπο από τα πειράγματα έφτανε στο απροχώρητο, ο Μιτάκης επέβαλλε ησυχία, κρούοντας δαιμονισμένα το κουδούνι!
Στο δρόμο κάτου από του Σίγγερ, η Ταβέρνα του Ανδρέα του Βεργάτου, με την υπέροχη τρουγιανέικη ρομπόλα από τα αμπέλια του. Κατέβαινες τρία σκαλοπάτια για να βρεθείς στο χώρο της. Τα κατέβαιναν όλοι!… Μα το ανέβασμα οι πιο πολλοί, ύστερα από την κρασοκατάνυξη, θέλανε βοήθεια «αγιούτο», για να μπορέσουνε να βρεθούνε στο δρόμο!
Κάτου στου Δεβοσέτου, κοντά στους στάβλους του, είχε την ταβέρνα του ο Μπελίτσης και πάρα κάτου, στον Άη Νικόλα, ο Γιοσίφης ο Μαλλίας ή Πέπος. Άλλος «Σταβλάρχης» και τούτος. Οι δυο αυτές ταβέρνες ήτανε σε εικοσιτετράωρη υπηρεσία, γιατί ξενίζανε και τους ξένους που ερχόντανε με τα ζα τους από τα χωριά.
Παλιά ταβέρνα και ονομαστή ήτανε του Γραβόζα. Η Χωραφέικη ταβέρνα, που αργότερα την πήρε ο Μπαλαμπάς, ο Πεφάνης. Βρισκότανε απέναντι από το Καρουσέικο σπίτι, στο δρόμο δεξιά προς το «ζιζάνιο». Είχε τη μεγάλη απλωτή σάλα με τους μπάγκους και τα τραπέζια, και εδώ μπροστά στη μάντα του «μπουλεβάρι» τα ιδιαίτερα, που κατέβαινες τέσσερα – πέντε σκαλιά για να βρεθείς στο χώρο τους. Τα τελευταία χρόνια, μέχρι το σεισμό, την ταβέρνα την κρατούσε ο Βαγγέλης ο Αγιαντρίτης. Και με ετούτο το όνομα πρέπει να τη θυμόνται οι πολύ νέοι.
Του Διονύση του Παγουλάτου η Ταβέρνα, ή Ποντικού, ήτανε η ονομαστή ταβέρνα στην παραλία. Ο ξακουστός Παραμπαστιάς εκεί μέσα είχε τις καλύτερες εμπνεύσεις του. Πάρα κάτου, μέσα στο στενό, η ταβέρνα του Γαλιατσάτου ή Μπάρμπα. Και εκεί γύρω άλλες πολλές. Του Διονύση του Κοσμετάτου, του Παναγή Σταματελάτου, του Θανάση Βαγενά, του Μαρή του Τρεντή, που είχε από πίσω και τη μάντρα με το σβησμένο ασβέστη.
«Μαρή Τρεντή
Εσύ που κάνεις τον ασβέστη σαν τυρί…»
τραγουδούσε η μορταρία εκείνα τα χρόνια.
Στην Πλάκα, η Ταβέρνα του Κατάνια και στο στενό του Σωτήρα, η περίφημη ταβέρνα του Διονύση του Διακάτου ή Τσούλα. Ο Τσούλας ήτανε άριστος δεξιοτέχνης. Κιθάρα, μαντολίνο, βιολί! Και φωνή θαυμάσια! Αυτοδίδαχτος. Αφτί καταπληκτικό. Έτσι η ταβέρνα του ήτανε σωστό Ωδείο. Εκείνο που στις άλλες ταβέρνες γινότανε συμπτωματικά, κανένα τραγουδάκι όταν άρχιζε το κέφι, στου Τσούλα την ταβέρνα ήτανε σύστημα. Σειρά στον τοίχο οι κιθάρες και τα μαντολίνα. Και ό,τι στιγμή αν έμπαινες, θα ‘κουγες τη χορδή να σου χαϊδεύει την ακοή. Όταν ήταν πολυκοσμία, ολόκληρη μαντολινάτα με τον κόρο της. Κι όταν ήταν μόνος του ο Τσούλας, άρπαζε μια καρέκλα, την έστηνε μισωσιά του δρόμου και με κομπανία την κιθάρα τραγούδαε τον καημό του. Ο Τσούλας ζει (εν έτη 1979). Η νοοτροπία όμως άλλαξε. Και η ταβέρνα του δεν μπόρεσε να αναστηθεί μετά το σεισμό!
Με χρονικούς συντελεστές ή τοπικές συνισταμένες, η λέξη ΤΑΒΕΡΝΑ έχει πάρει χίλιες έννοιες και νοήματα. Μα η λέξη όταν υποδηλώνει την ΤΑΒΕΡΝΑ του ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ, εκφράζει κάτι πολυσύνθετο. Περισσότερο χώρο κοινωνικό και χώρο επαφής. Έφερνε κοντά τους «απάνου» με τους «κάτου». Τους δυνατούς με τους αδύνατους. Τους μικρούς με τους μεγάλους.
Γιατί θαμώνες της ταβέρνας δεν ήτανε εκπρόσωποι μιας ορισμένης τάξης. Η σύνθεση της Ταβέρνας ήτανε αταξική, ή μάλλον πολυταξική. Δεν θα επιμείνω στο εργατικό στοιχείο που αποτελούσε το μοναδικό χώρο ψυχαγωγίας του. Μα και ανώτεροι υπάλληλοι και καθηγητές και γιατροί και δικηγόροι και της πνευματικής ηγεσίας και της επιστημονικής ικανότητας εκπρόσωποι, ήταν πιστοί της ταβέρνας. Και το θεωρούσαν απαραίτητο, να κάμουν το βράδυ «τη βόρτα» τους, που ερμηνεύεται στην επίσκεψη πάρα πάνου από μιας ταβέρνας ομαδικά, για να χαρούν και την ατμόσφαιρά τους και το κρασί τους. Ήταν η εποχή που δεν είχανε δημιουργηθεί οι επαγγελματοταξικές κάστες. Ο καθηγητής έκανε παρέα τον έμπορο και ο υπάλληλος με τον εργάτη. Ο γιατρός με τον τεχνίτη και ο χειρόναχτας με τον διανοούμενο. Ετούτα εδώ και πενήντα χρόνια! Αλήθεια, μπροστά πάμε ή πίσω;
Στην παρέα του Παναγή του Φραγκόπουλου, του ονομαστού χειρούργου του Νοσοκομείου μας, ανήκε ο Γερασιμάκης ο Γκεντιλίνης και ο Κωνσταντής ο Ταμπάκης, που ήτανε και φροντιστής του μεζέ. Ταχτικό στέκι τους η ταβέρνα του Ντελάλη στην Πλάκα. Στο ίδιο στέκι σύχναζε και ο οφθαλμίατρος Νικόλας Δελλαπόρτας, με τη δική του κομπανία. Ενώ ο βιομήχανος ο Γερασιμάκης ο Κατσίγερας, προτίμησε με την δική του ακολουθία τα ιδιαίτερα του Γραβόζα.
Ώρες – ώρες πρέπει να αμφιβάλλουμε για την κοινωνική πρόοδό μας, όταν διαπιστώνουμε ότι και παπάδες ήτανε μέλη της κοινωνικής εκείνης ομήγυρης που λεγότανε Ταβέρνα, τα χρόνια εκείνα! Ο Παπά – Κωνσταντής ο Μαντέλης, ο σεβάσμιος παπάς της Σισιώτισσας ήτανε πιστός. Φίλος του Πιτσαμάνου, των Γασπαριναταίων, του Φουσκαρίνη. Κάποτε ο Δεσπότης ο Δαμασκηνός τον κάλεσε να τον παρατηρήσει πως «ο χώρος που συχνάζει απάδει προς το σχήμα του». Ο παπάς αγαθός, λαϊκός, πανέξυπνος, έμεινε έκπληκτος από την επίπληξη. Ρώτησε να μάθει ποιο είναι το αξιόμεμπτο.
Να, του απαντά ο Δεσπότης. Μέσα στην ταβέρνα και αισχρολογίες θα ειπωθούνε και καβγάδες θα γίνουν και κάποιος θα πετάξει καμιά βλαστήμια. Δεν είναι χώρος αυτός για ιερέα.
Εγώ πιστεύω, του απάντησε σταθερά ο αγαθός λευίτης, πως ακριβώς είναι χώρος για ιερέα. Γιατί και να ‘χουν οι συμπότες μου τη διάθεση να βρίσουν και να θυμώσουν και να βλαστημήσουν ακόμα, μόνο με τη ματιά πως βρίσκομαι ανάμεσά τους χαμηλώνουν το κεφάλι και πνίγουν τη βλαστήμια στο λαιμό. Εγώ τουλάχιστο όσες φορές πηγαίνω στην ταβέρνα, δεν άκουσα κανένα μπροστά μου να βλαστημήσει. Τι λες, Δεσπότη μου, δεν είναι καλό αυτό;
Τι να πει ο Δεσπότης; Δεν επέμεινε στην απαγόρευση και ο καλός ιερέας συνέχιζε να απολαμβάνει το κρασάκι του κοντά «στούς εὐγενεῖς μά καί τούς ἀχρείους», όπως χαρακτηρίζει και ο Μολφέτας.
Θυμάμαι τον καθηγητή Σταύρο Αυγερινό το θεολόγο, ταχτικό στην παρέα του πατέρα μου, του Νικόλα Μοντεσάτου, του Σπύρου Ματαράγκα, του Παναγή του Χέλμη, του Παναγή του Βουτσινά του Μουργάνη, του Σπύρου Κωνσταντάκη. Την παρέα συμπλήρωνε ο Μπάμπης ο Βλάχος των Γενικών Ασφαλειών και ο Σόλωνας ο Γαλιατσάτος της «ΕΛΗΑΣ». Ετούτος ο καθηγητής είχε ένα ιδιότυπο τρόπο διδασκαλίας. Μια μέρα ο πατέρας μου πήγε για μεζέ δαχτύλους, τα γνωστά οστρακοφόρα, και θα εξήγησε πως βρίσκονται μέσα στο βράχο που μπαίνουν σκουληκάκια και εκεί αναπτύσσονται. Την άλλη μέρα ο Λάμας ο Φαρσινός, ο προμηθευτής κάθε θαλασσινού μεζέ, ανάλαβε να μας φέρει μια τέτοια πέτρα, που την κουβάλησε στο σπίτι του καθηγητή με ένα σφυρί για να τη σπάσει και να βρει τους δαχτύλους! Φανταστείτε την απορία μου να δω μέσα στην τάξη την ώρα που είχαμε θρησκευτικά την πέτρα και το σφυρί. Μπήκε ο Αυγερινός και ζήτησε από ένα μαθητή να του εξηγήσει το στίχο «το σκουλήκι στη γη και στο βράχο». Κανείς δεν απάντησε. Άρπαξε το σφυρί και έσπασε την πέτρα, που μέσα της φωλιάζανε οι δαχτύλοι. Και τότε… άνοιξε το στόμα του και μιλούσε μία ώρα για τη Θεία Πρόνοια και την Θεία Συγκατάβαση. Ετούτο, όπως έμαθα, επαναλήφθηκε τη μέρα εκείνη σε όλο το Γυμνάσιο!
Ο Διονυσάκης ο Βανδώρος, ο δικηγόρος, αδελφός του δημάρχου και γιατρού Βάσου Βανδώρου, είχε ολόκληρο συγκρότημα που τον ακολουθούσε στην κρασοκατάνυξή του. Η παρέα του ήτανε σύγχρονα και συμπληρωμένο κόρο. Ο γραμματέας της εισαγγελίας Γεράσιμος Πυλλαρινός, ο Γεράσιμος Πιτσαμάνος και ετούτος γραμματέας στην εισαγγελία, ο Ονούφρης Μεταξάς που είχε τον καφενέ στην αγορά δίπλα στου Κουτρουβέλη, ο Σπύρος ο Ματαράγκας και ο Γεράσιμος Βλαντής ή Τσιλιρίδης με την υπέροχη φωνή. Ετούτοι μόλις μπαίνανε στην ταβέρνα μαζί με την κανάτα το κρασί, ζητούσαν και την κιθάρα!
Για όλους αυτούς η ταβέρνα ήτανε ο σκοπός. Το μέσο το ποτηράκι. Υπήρχε όμως και μία τάξη, εργάτες του λιμανιού, που γι’ αυτούς το ποτήρι ήτανε ο σκοπός. Το ποτήρι; Τι είπα!… Θυμάμαι παρέα να κάθεται στου Καραΐσκου, τέσσαροι – πέντε, και να σηκώνουν το χέρι, χτυπώντας τον αντίχειρα στο δείχτη, σαν να θέλουν να τον διχοτομήσουν.
Τα συνηθισμένα!… φώναζαν.
Και «τα συνηθισμένα», με την ένδειξη του μισού, ήτανε να έρθει μπροστά τους μισό σέκιο κρασί, ανάλογα κρασοπότηρα και ένα νεροπότηρο για τραβέντζο. Δεν σηκωνόντανε από το τραπέζι, αν δεν ρουφούσαν ξεροσφύρι και την τελευταία γουλιά. Σε άλλη ταβέρνα, είναι πιθανό, λίγο αργότερα να επαναλαμβανότανε το ίδιο, από την ίδια παρέα!
Θυμάμαι κι άλλους να βάζουν μπροστά τους την κανάτα και να την τραβάνε μονορούφι. Μα ετούτοι ήσαν ελάχιστοι.
Μεθυσμένο όμως παρόλα αυτά, ξέφρενο, που να ανακατώνονται τα σωθικά του και να έχει χάσει τη συναίσθηση και του χώρου και του χρόνου, δεν είδα. Λίγο κέφι παρά πάνου, λίγη ευθυμία, λίγη χαρά, έστω και επίπλαστη, ήταν για τους ανθρώπους αυτούς του μόχθου η ανταμοιβή της αγάπης τους στο ξανθό ποτό. Ποτέ δεν το πρόδωσαν μα και αυτό ποτέ δεν τους ρεζίλεψε. Πίνοντάς το μπορεί να ξαλάφρωναν λίγο, και φτερά ακόμα μπορεί να αποχτούσαν, αλλά δεν έπαυαν να παραμένουν άνθρωποι.
Καμιά φορά η παρέα είχε μεζέ! Και τούτο ήτανε μεγάλο γεγονός! Βέβαια πάντα δεν τα καταφέρνανε να τον χαρούνε, γιατί όλοι οι θαμώνες που θα περνούσανε θεωρούσανε δικαίωμα να τον δοκιμάσουνε. Σε ένα χώρο που το κρασί ήτανε άφθονο και η λιχουδιά σπάνιζε, το τηγανισμένο σκώτι, η μαρίδα, το κοκορέτσι, οι γαρίδες ή και καμιά φορά το χταπόδι στα κάρβουνα, ήτανε πειρασμοί που δεν άντεχες να τους αποδιώξεις.
Μα και η παρέα, επειδή δε μπορούσε να αντισταθεί σε μια τέτοια επιδρομή, αφού σε άλλη περίπτωση έτσι θα συμπεριφερόντανε και οι ίδιοι, έπαιρνε τη σκουτέλα και κλεινότανε στο ιδιαίτερο. Αν προλάβαινε βέβαια!… Πριν τους πάρουνε χαμπάρι και χάσουνε σκουτέλα και φαί.
Ένα κωμικό τέχνασμα σκαρώνανε στους αναιδείς που βουτούσανε στα ξένα πιάτα.
Στρωνόντανε από νωρίς γύρω στο τραπέζι μπροστά σ’ ένα μεγάλο πιάτο γιομάτο λάδι, που μέσα του κολυμπούσε σκώτι τηγανισμένο. Η παρέα βούταε ψωμί στο λάδι και έδειχνε να τρώει το σκώτι, που στην πραγματικότητα δεν το πείραζε. Γιατί ετούτο δεν ήτανε σκώτι. Ήτανε τρυγιά από τα βαρέλια (ο τάρταρος που λέμε), και που λιασμένη και ξεραμένη έχει την όψη του σκωτιού. Ο αναιδής έμπαινε, έβλεπε τον μεζέ, παράγγερνε κρασί, άρπαζε ένα πιρούνι και μπούκωνε ένα κομμάτι. Μέχρι να το καταλάβει ότι είχε καταπιεί την τρυγιά ήτανε αργά. Όλη η παρέα τον γιουχάιζε και εκείνος φρόντιζε να εξαφανιστεί χωρίς να πληρώσει ούτε το κρασί του.
Όταν όμως αντί για αστείο ήτανε στ’ αλήθεια σκωτάκι τηγανισμένο μέσα στο κρασί και στη ρίγανη ή άλλος μαγειρεμένος μεζές, οι κανάτες με το κρασί πηγαινοερχόντανε με μεγαλύτερη φούρια. Τα μάτια γυαλίζανε, τα μάγουλα κοκκινίζανε, τα «αχ» ξεχνιόντανε. Ξεκρεμούσανε την κιθάρα και χτυπούσανε την πρώτη κορταδούρα.
«Μά ὅ,τι βροῦμε ἐκεῖ
μπιτσιριμπάους καί κρασί
εἶν’ ὅλα ἰδικά μας
ἐμπρός γιά τήν κοιλιά μας!
Ἐμπρος!… Ἐμπρος!… Ἐμπρος!…».
Αυτό ήτανε το σύνθημα. Γιατί ύστερα… Τι αγράμπελες!… Τι ξανθούλες!… Τι βαρκαρόλες!… Τι αριέτες!…
Οι ρέστοι θαμώνες τραβούσανε τα σκαμνιά τους, σπάγανε τη δική τους συνοχή και κολλούσανε κοντά στην φωνή που τους ταίριαζε.
Μωρέ Βαγγέλη πολύ ψηλά το πήρες… Χαμήλωνε να μη ξελαρυγγιαστούμε…
Άλλαζε η συγχορδία. Οι φωνές στρώνανε. Κιάρες, διάφανες, γκιούστες, νοσταλγικές!
Οι καημοί κάνανε φτερά. Τα «σπουδαία» παύανε να υπάρχουνε. Οι αδειανές τσέπες και τα φτωχά σακάκια ξεχνούσαν πως έχουνε σκοτούρες. Οι τραγιάσκες βγαίνανε από τα κεφάλια και πιθωνόντανε πλάι στις ρεπούμπλικες. Τα ροζιασμένα χέρια χτυπούσανε αεράτα το χρόνο αδερφωμένα με τα χρυσοδαχτυλιδάτα της αρχοντιάς. Οι άνθρωποι ξαναγινότανε ίσοι και καλοί. Μονάχα ο φάλτσος έχανε την αξία του. Και η εχτίμηση του «ιντονάτου» ανέβαινε, κι ας έχασκε το βρακί του από τις τρύπες.
Μερικές γρίλιες στη γειτονιά ακουόντανε να ανοίγουνε… Άξιζε να μπει ο αέρας ετούτος της ανθρωπιάς και της γαλήνης!…
Κείμενα- Φωτογραφίες: Aγγελο-Διονύσης Δεμπόνος