
1938. Καρτ-ποστάλ του Δημαρχείου της Νέας Υόρκης
Μια επιστολή νόστου που 40 χρόνια αναζητεί τον παραλήπτη της.
Ο Αποστολής Μπερδεμπές, με καταγωγή από τα Μακριώτικα, στην ηλικία των 14 χρόνων και ενόσω ακόμα φοιτούσε στην Ιωνίδειο Σχολή του Πειραιά, βρέθηκε στην ανάγκη, λόγω ασθένειας του πατέρα του, να εγκαταλείψει τη σχολή προκειμένου να στηρίξει την οικογενειακή επιχείρηση, και συνέχισε τις σπουδές του σε νυχτερινό σχολείο.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, επειδή ήταν ο πρώτος από τα τέσσερα αδέλφια, ανέλαβε την οικονομική επιβίωση της οικογένειας. Το 1972 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εργαζόταν σε ταξί και σε εταιρείες γουνοποιίας και συγχρόνως σπούδαζε Κοινωνιολογία.
Εμπνευσμένος από το φως και την ομορφιά της ιδιαίτερης πατρίδας του και τις αξίες και τα ιδανικά της δημοκρατίας, δεν αρκέστηκε στον βιοποριστικό σκοπό, αλλά ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα, που τον κατέστησε εμβληματική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του της Νέας Υόρκης. Οργάνωνε και συμμετείχε σε αντιδικτατορικές εκδηλώσεις με τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Ήταν ένας από τους εθελοντές ηθοποιούς στο έργο του Ζυλ Ντασσέν «Η δοκιμή».
Απόλυτα ενδεικτική της εμβέλειας της προσωπικότητάς του, υπήρξε η αθρόα προσέλευση στο πλευρό του κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, πριν την οριστική αναχώρησή του από τη ζωή σε ηλικία 31 ετών, το 1979, των γνωστών, φίλων και συντρόφων του στους πατριωτικούς αγώνες. Λίγες μέρες πριν από το τέλος του, δημιουργήθηκε μακροσκελέστατη ανθρώπινη αλυσίδα που αγκάλιασε το οικοδομικό τετράγωνο του νοσοκομείου με σκοπό την εθελοντική αιμοδοσία.
Ήταν μια πρωτοφανής κίνηση για τα δεδομένα της Νέας Υόρκης… Πολύ αργότερα, η μεγαλύτερη αίθουσα της Αστάρια που φιλοξένησε εκδήλωση προς τιμήν του, δεν ήταν αρκετή για να χωρέσει τους συγκεντρωμένους. .. Στη μνήμη του, φίλοι του αγαπημένοι ίδρυσαν την πολιτιστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Αποστολής Μπερδεμπές».
Η επιστολή του Αποστόλη που δημοσιεύεται εδώ και που δεν γνωρίζουμε τον παραλήπτη της, αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική θύελλα της αναγκαστικής αναχώρησης από την πατρίδα. Θα μπορούσε να έχει γραφεί και από ένα σημερινό νέο που ακούσια εγκαταλείπει τη χώρα του. Γι’ αυτό και κρίθηκε σκόπιμο να δημοσιευθεί.
Στην ηλικία των 24 χρόνων, ο Αποστολής διέθετε ήδη χαρακτηριστική γραφή, με βαθυστόχαστα νοήματα, φιλοσοφικές αναζητήσεις και ευρύτερους προβληματισμούς. Στο αρχείο του είχε μείνει
αυτή η πρόχειρη, πριν να καθαρογράφει, επιστολή. Στα χέρια μου έφτασε από την επίσης πρόωρα εκλιπούσα αδελφή του Τασία, πριν από περίπου 15 χρόνια.
Ποιος ξέρει; Ίσως ύστερα από περίπου 40 χρόνια, ο αποδέκτης της επιστολής να αναγνωρίσει τον εαυτό του στις γεμάτες νοσταλγία και αγάπη αράδες του Αποστόλη…
Επιστολή σε φίλο Φίλε και αδελφέ μου,
Καταλαβαίνω πολύ καλά πόσο έχω υποχρέωση να σου γράψω τώρα που έφτασα πια σε αυτή την τεράστια πάλι, όμως για έναν άνθρωπο σαν και μένα που έχει να τακτοποιήσει πολύ επείγοντα θέματα, το να μη γράψει αμέσως σε έναν καλό του φίλο δεν σημαίνει πως τον ξέχασε. Ίσια-ίσια μπορώ να πω ότι νιόβγαλτος σε αυτήν την τερατούπολη, προσπαθώ να προσαρμοστώ, η σκέψη μου βρίσκεται κοντά σε σας, στη Μάνα μου, στην οικογένειά μου και στους φίλους μου που κοντά τους πέρασα όμορφες στιγμές. ‘Εχω το νου μου και ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξεχάσω τίποτα από τη χώρα μας και τους ανθρώπους της, ένας από τους οποίους είμαι κι εγώ.
Φαντάζομαι να μην παρεξηγήσεις αυτό το καθυστερημένο γράμμα που κουβαλάει πολλή και αγιάτρευτη νοσταλγία για τόπους και ανθρώπους που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Και ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που επιβάλλει σε μένα, έναν άρρωστο ελληνολάτρη, τη θεραπεία μιας ενδεικνυόμενης αραιής αλληλογραφίας με όλα τα συνεπακόλουθά της. Βουνά οι θύμισες, σαρώνουν το ανθρώπινο κορμί στην οποιαδήποτε αναμέτρηση μαζί τους.
Βλέπεις, εάν στα 24 χρόνια σου αναγκασθείς να ξενιτευτείς, υποχρεώνεσαι από μια άσπλαχνη μοίρα ή να ευνουχισθείς ηθικά παραδίνοντας την ψυχή σου στους θεούς και στους δαίμονες μιας καινούριας πατρίδας ή να υφίστασαι καρτερικά την οδύνη μιας νοσταλγίας ικανής να αλλοιώσει ακόμα και το χρώμα της οράσεώς σου. Έχω ένα παράδειγμα γι’ αυτό. Υπάρχει ένας άνθρωπος εδώ στη Νέα Υόρκη ο οποίος κοντεύει να τρελαθεί εξαιτίας μου. Επειδή επιμένω συνεχώς ότι το Σέντραλ Παρκ δεν είναι το Σέντραλ Παρκ αλλά ο Βασιλικός Κήπος. Όση όμως και αν είναι η νοσταλγία μου για τη χώρα του Ήλιου του Πρώτου, άλλη τόση είναι και η θέλησή μου να μην υποταχθώ στη μοίρα που σκοτεινές δυνάμεις υφαίνουν σκαρώνοντας δεσμά για χέρια και πνεύματα.
Δεν έχω τίποτα σπουδαίο να σας γράψω μια και είναι τόσο λίγο το διάστημα που έφυγα.
Μόνο ότι είμαι καλά, βλέπω μακριά, η όσφρησή μου διυλίζει τα περιβάλλοντά μου, η ακοή μου συλλαμβάνει απόκοσμους ήχους, η αφή μου μυρμηγκιάζει σε κάθε «αντεθνική επαφή» και κείνη η έκτη αίσθηση _α, εκείνη η έκτη αίσθηση…_ έχει χαρισθεί σε μένα από τότε που ο Αδάμ δεν ένοιωσε πίσω από την πλάτη του το τετράφυλλο μάτι του Γενάρχη της Δυναστείας του Εμμανουήλ.
Με λίγα λόγια, αυτό είμαι. Μια ακίδα στην άκρη μιας προέκτασης που λέγεται «Μπορείς».
Σας φιλώ με αγάπη, για να γράψω και το υστερόγραφο που δεν είναι καθόλου ποιητικό.
Η ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ