
Γέφυρα Αργοστολίου
Αβάντα: κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάκα: συνεταιρικά, μισά – μισά
Αβάρα: το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία: ζημιά
Αβδέλια: οι μεντεσέδες της πόρτας
Αβδέλα: βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβεντόρος: πελάτης
Αβέρτα: ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια
Αβερτοσιά : ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο: μήνυμα, παραγγελία
Αβουκάτος: δικηγόρος
Αγανό: πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγάλια: σιγά, σιγά
Αγαντάρω: η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική
Αγγειό: σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος
Αγγελόκρουξε: τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελώθηκα: το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγκλέουρας: δηλητηριώδης θάμνος και συνεκδοχικά η πολυφαγία
Αγκούσα: η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκωνή: γωνία, του ψωμιού η γωνία
Αγλοιά: αλίμονο
Αδερφοφάης: ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος: κάποιος ανεπρόκοπος
Άζουλα: κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου: πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος
Αϊλιακας: αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα: στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης: για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά: σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι: ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη: η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος: αβάπτιστος
Αλαλιές: κουβέντες ανόητες
Αλάργου: μακριά από εδώ
Αλαμπρατσέτα: (ιτ. alla bracciante) αγκαζέ
Αλαφιασμένος: δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία: (ιτ. allegria) κέφι
Αλιάδα: (ιτ. agliata) σκορδαλιά
Αλισίβα: ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλιφασκιά: η φασκομηλιά
Αλλαξοκωλιά: γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξά: το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξομουσούδιασε: κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό: σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουποπορδή: άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης: Ιούλιος
Αμάδα: παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα
Αμά: κατόπιν, αργότερα
Αμάκα: αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμόλυψε: κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε: χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος: εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω: κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Άμπουλες: πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπενοκλάδι: θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Αμπώνω: σπρώχνω
Αναδεξιμιός: το βαφτιστήρι
Αναγκαιμένος: αδύνατος
Ανάκαρα: πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι: έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα: το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε: πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα: αηδία
Αναπαμός: ανάπαυση
Αναπιάζει: για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Ανάσβολα: κάτι όχι βολικό
Ανασκαμνίζομαι: χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω: κάτι που φύλαξα
Αναρίτσισμα: ανατρίχιασα
Ανασμίδα: το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω: το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Ανεμούρι: εξάρτημα του αργαλειού
Ανεμορούφουλας: ανεμοστρόβιλος
Άντζα: οι γάμπες
Αντίγλωσσο: για αυτούς που αντιμιλούν
Ανώρος: είναι ενωρίς
Αντιστελώνω: η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι: το πρώτο πάτωμα
Αξάγκλια: η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω: μεγαλώνω
Αξετίμητο: κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο: απάνεμο μέρος
Απιδιά: αχλαδιά
Απιεντισά: αδιαφορία
Απίθωσε: ακούμπησέ το
Απίκουπα: ανάποδα
Απίκου: (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος
Απίκουπα: μπρούμυτα
Απλάδα: μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο: το πρόωρο παιδί
Απλύ: το ρηχό πιάτο
Απογέννι: μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες
Αποδιαλεούρια: αυτά που απέμειναν
Αποκλαμός: του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη: με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή: η τελευταία μέρα του χρόνου
Απικουπίζω: γυρίζω κάτι ανάποδα
Απόμπηξη: κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα: κομμάτια ξερό ψωμί
Απομιτίστηκε: ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόπερα: διάτρητο
Απόρριξε: η πρόωρη γέννα, αποβολή
Αποτσουτσουρωμένος: του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Αποκάθενε: κάτω από κάτι
Αποκατάρι: τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Άπραη: χωρίς πείρα
Αραλίκια: οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχνα: κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι: το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία: ερωτοδουλειές
Αρεσκιά: το προικοσύμφωνο
Αρμάρι: το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι: τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρπάδι: αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρεστάρισμα: η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω: φτάνω
Αρίδι: τρυπάνι
Αρίλογας: κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αρτύθηκε: διέκοψε τη νηστεία
Ασκοπούλια: τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε: η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασκολύμπρους: αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασπροφουδιασμένα: τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε: δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος: κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφελαχτός: αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατζάρδος: τολμηρός, επιτήδειος
Ατούρες : συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος: πουλάκι μικροσκοπικό
Ατσιντέντε: (ιτ. accidente) ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι: ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω: τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες: οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι: εμπιστεύομαι
Αφόρια: τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφόντες: αφού
Αφράλα: το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε: το φτέρνισμα
Άχαρος: κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας: περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχρόνιαος: αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψίληθρας: φυτό διαδεδομένο αρωματικά
Αψώθηκε: θύμωσε, έτοιμος για καυγά