
Αντίσαμος
Μαγάρα: κατεργάρα
Μαγαρίζω: νοθεύω, λερώνω
Μαγαρισιά: πονηριά, κακοψυχία
Μαγαρισμένος: βρώμικος, κακόψυχος
Μάγιο: εργαλείο πελεκίσματος
Μαγκλαούρι: μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα
Μάγκος: ξύλινο, βαρύ τραπέζι
Μαγκούφης: μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος
Μάζωξη: συγκέντρωση
Mαϊνάρω: (ιτ. mainare) κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω
Μαϊτζέβελος: άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός
Μαΐστρα: ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου
Μακελάρης: (ιτ. macellare) σφαγέας
Μαλάθα: μεγάλο καλάθι, κοφίνι
Μαλαουδιάζω: μουδιάζω
Μαλαφράντζα: (ιτ. mal di Francia) η γαλλική αρρώστεια, σύφιλη
Μάλινο: ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστεια
Μαλιοκάουρας: άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο
Μαλιοστούπισε: μαλλιοτράβηξε
Μαλιφίτσι: (ιτ. maleficio) καυγάς, μεγάλη φασαρία
Μαμούρια: υπηρέτες, δούλοι
Μανοθυατέρα: μάνα και κόρη
Μάντα: η άκρη, το παραμέρισμα
Μάνταλος: είδος σύρτη
Μαντενούτα: ερωμένη
Μάντολα: παραδοσιακό κεφαλονίτικο ζαχαρωτό
Μαντραούρα: (αρχ. μανδραγόρας) μανιτάρι
Μαξούρι: το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων
Μάρα: μαράζι
Μαραγκιασμένο: μαραμένο
Μαργέλι: (ιτ. margine) η ενίσχυση του στριφώματος
Μαργιόλα: γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα
Μαργώνω: κρυώνω
Μαρινάροι: (ιτ. marinaio) οι ναύτες
Μαρμάγκα: αράχνη
Μαροκιές: πετριές
Μαρόκος: βράχος, κοτρώνα
Μαρτιάκος: λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη
Μαρτουρεύω: βασανίζω
Μάρτσια: (ιτ. marcia) εμβατήριο
Μάρτσια φούνεμπρε: (ιτ. marcia funebre) πένθιμο εμβατήριο
Μαστέλο: (ιτ. mastello) μικρός ξύλινος κάδος
Ματίζω: ενώνω
Ματοχυλισμένος: γεμάτος αίματα
Μαυρόγιο: τα χωράφια με μαύρα χώματα
Μαυροτσούκαλο: κάποιος πολύ μαύρος
Μεγάρι: μακάρι
Μεδά: μήπως
Μελίδια: κομμάτια
Μελιδιάζομαι: τσακίζομαι
Μέλιορα: (ιτ. migliore) καλύτερα
Μεμάς: ο Άγιος να είναι μ’ εμάς
Μέντε: (ιτ. mente) νους
Μεντέρι: καναπές, ντιβάνι
Μερεμέτι: μικρή δουλειά, βαρετή
Μερετάρω: (ιτ. meritare) σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου
Μέρετο: (ιτ. merito) αξιοσύνη, σεβασμός
Μέρμηγκας: Κεφαλονίτικος χορός
Μεροστράτη: ο δρόμος μιας ημέρας
Μεσάλι: το τραπεζομάντιλο
Μέσπολα: μούσμουλο
Μέτελας: παραφθορά του Μεϊτλανδ, Άγγλου αρμοστή
Μικιάρισμα: σημάδι, στόχος σκοποβολής
Μιλιταριό: πολυλογία
Μινούτο: (ιτ. minuto) το λεπτό της ώρας
Μιόβολο: πεντάρα, οβολός μικρής αξίας
Μιράκολο: (ιτ. miracolo) θαύμα
Μιρακολόζο: (ιτ. miracoloso) θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο
Μισακά: μισά-μισά
Μισοβέτσικο: μισότρελο
Μισοφαστιδιασμένονε: ζαλισμένο, μισολιπόθυμο
Μισοψιχαλισμένος: μισομεθυσμένος
Μογδόνι: πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται
Μολαΐμησε: ηρέμησε
Μόλτο ονοράτο: (ιτ. molto onorato) μεγάλη του τιμή
Μομέντο: (ιτ. momento) σε μια στιγμή
Μόμολο: γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού
Μόμπιλε: (ιτ. mobile) η διακόσμηση, τα έπιπλα
Μολημέρι: να βρέχει όλη μέρα (σιρόκος)
Μόνε: μονάχα, παρά
Μονήρονο: η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά
Μονητάρως: ολωσδιόλου
Μονιά: εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα
Μονομερίδα: φαρμακερό φίδι
Μονομηνήτικα: έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα
Μονόπαντο: γέρνει από τη μια πλευρά
Μονοτσέμπερο: χωρίς βοήθεια, μόνος
Μορογάρω: αργοπορώ
Μορόπουλο: κολοκυθάκι
Μόρος: (ιτ. moro) αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος
Μοροφίντο: μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Μόρσα: (ιτ. morsa) μέγγενη
Μοσκιά: αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ροζ, άσπρη
Μοτάρι: πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου
Μουζεντούρης: θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του
Μουλιάτικο: ορφανοτροφείο για νόθα
Μουλώνω: πεισματώνω, κάνω μούτρα
Μουμούδι: μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών
Μουντί: η βούρτσα του ασπρίσματος
Μουντίζω: ασβεστώνω
Μουρέλο: μεσαίο ξύλο για φωτιά
Μουρλοκομείο: τρελοκομείο
Μουρτάρι: το γουδί το μπρούτζινο
Μουρτόριο: (ιτ. mortorio) η κηδεία
Μουσκετάρω: πυροβολώ
Μoυσκλωμένος: μουτρωμένος, κατσουφιασμένος
Μουσούδια: το σαγόνι του ζώου
Μούσουλα: μύδια
Μούτελι: σκόνη, τα έκανε μούτελι
Μούτος: (ιτ. muto) αμίλητος
Μουτρούνα: αγκάθια με φαρδιά φύλλα
Μουτσούνα: προσωπείο
Μπαζίνα: ο χυλός που έπηξε πολύ
Μπαίγνιο: κορόιδο
Μπακαλέρω: (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου
Μπακατέλες: κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περαρμένης ηλικίας
Μπαλιγάρω: προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον
Μπάλλος: (ιτ. ballo) γνωστός κεφαλονίτικος χορός
Μπάλος: (ιτ. palo di ferro) λοστός
Μπαμπάι: μικρό έντομο
Μπαμπακάς: βάτραχος
Μπαμπαφίοι: κάτι χωρίς γούστο
Μπαμπόνι: καρούμπαλο
Μπαμπουλωμένος: το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο
Μπαόρδα: το πολύ φαγητό
Μπαραφούζα: αταξία, ζημιά
Μπαρμπαρόσυκα: φραγκόσυκα
Μπαρμπουλές: τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό
Μπαρμπούτα: (ιτ. barbuta) το προσωπείο, η μάσκα
Μπαρμπούτσι: κακόφημο στέκι
Μπάρτσα: γίδα με κέρατα
Μπαρτσινέβελος: αφεντικό, επιστάτης
Μπαρτσολέτες: κωμικά αστεία
Μπασιά: επισκέψεις, έχω μπασιά
Μπαστελάμενος: γερός, δυνατός
Μπατανία: κουβέρτα αργαλειού
Μπατάρω: γέρνω
Μπατίδο: (ιτ. battuto) χαλασμένο, παλιό
Μπατικιές: πετροβόλισμα
Μπάτινα: το βερνίκι παπουτσιών
Μπατούτα: (ιτ. battuta) μουσικό μέτρο
Μπάχαλο: φασαρία
Μπεβερίνος: μπεκρής, αλκοολικός
Μπεζεστένι: μεζέδες
Μπελέτσα: (ιτ. bellezza) ομορφιά
Μπελτές: ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού
Μπεμπεούρι: το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι παιδί
Μπερδελό: με χρώματα ζωηρά, παρδαλό
Μπερετόνι: κασκέτο
Μπερτόδος: (ιτ. bertoldo) ο βλάκας
Μπέστιας: (ιτ. bestia) παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Μπιβαδόρος: μεθύστακας, μπεκρής
Μπίδι: ολόγυμνος
Μπικερίνι: (ιτ. bicchierino) ποτηράκι του λικέρ
Μπιλιέτο: (ιτ. biglietto) εισιτήριο θεάτρου κυρίως
Μπιομπός: γελοίος
Μπιστικός: τσοπάνης
Μπιστιού: βερεσέ
Μποδιακό: ποδαρικό
Μποκές: μπουκέτο, ανθοδέσμη
Μπόμπολας: σαλιγκάρι
Μπόλια: πετσέτα
Μπομπή: ντροπή
Μπομπόνι: διάσονας
Μπόνα και μπόνε: (ιτ. buona) δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου, είμαι αδιάθετος
Μπόντες: (ιτ. ponte) η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα
Μπονώρα: (ιτ. buonora) ενωρίς
Μποστάνι: λαχανόκηπος
Μποτέγα: (ιτ. bottega) μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος
Μπότης: πήλινη στάμνα
Μποτσόνι και μπότσα: μπουκάλι
Μπουγάζι: το πέλαγος
Μπουζάκα: είδος βατράχου
Μπούζι: παγωμένο
Μπουζουνάρα: μεγάλη αγάπη
Μπουκούνι: κομματάκι
Μπουνέλο: διάρροια
Μπουργέτο: μαρίδα στο φούρνο
Μπούρδινο: φθηνό ύφασμα
Μπουρί: να ψειρίσουν τα παιδιά, κάνε μπούρι
Μπουρλάρω: αστειεύομαι
Μπουρμπουρέλια: όσπρια ανακατεμένα
Μπουρνέλα: κορόμηλο
Μπουρούκι: μπρίκι
Μπουρμπουρέλω: η Παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου
Μπούτζαρα: άχρηστα πράγματα
Μπουχαρί: καπνοδόχος
Μπρε: τι κάνεις μπρε; Βρε
Μπρέκια: ζημιά, βρωμοδουλειά
Μπρι: πριν
Μπριτού: προτού
Μπριτσιλίρω: ξεκουτιένομαι