
Κεφαλλονιά
Ναίσκε: ναι, μάλιστα
Νεγότσιο: (ιτ. negozio) παρεδώσε, εμπόριο
Νεκρό: ανάλατο
Νεφταρμοί: οφθαλμοί, μάτια
Νια: μία
Νιάζω: νιαουρίζω
Νιανιάος: αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας
Νιβιδιόζος: (ιτ. invidioso) φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος
Νιέντε: (ιτ. niente) τίποτα
Νιονιό: μυαλό
Νιοφρούτι: τα πρώτα φρούτα εποχής
Νιπένιο: (ιτ. impegno) τάξιμο
Νισάφι: έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση
Νιτερέσι: (ιτ. interesse) συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου
Νοβιτά: (ιτ. novita) κουτσομπολιά, αλλά και είδηση
Νογάω: δεν νογάει τίποτε, δεν καταλαβαίνει
Νόνα: γιαγιά
Νότια: η υγρασία
Ντακόρτο: (ιτ. daccordo) συμφωνία
Ντάλε-κουάλε : δυο που μοιάζουν
Ντανταρίζω: τραντάζω
Ντέζω: αγκιστρώνομαι κατά λάθος
Ντελίριο: (ιτ. delirio) εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα
Ντεμέλα: μαξιλαροθήκη
Ντερίνα: σουπιέρα, γαβάθα
Ντζελουδίες: βαφές, κραγιόν, πούδρες
Ντολτσέτσα: (ιτ. dolcezza) η γλύκα
Ντορός: ίχνη
Ντούκια: άρρωστος στο κρεβάτι
Ντούκουε: (ιτ. dunque) ώστε, λοιπόν
Ντράβαλα: φασαρία
Ντριμόνι: κόσκινο
Ντρίτα: ευθεία, ίσα
Ντριτάρω: ισιώνω
Ντρογάδα: αέρας και βροχή
Ντροδίζει: θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει
Ντρόλακας: θόρυβος δυνατός
Ντρουβέλι: σκέψεις βασανιστικές
Νώμος: ο ώμος