
Ληξούρι
Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι: ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο
Ραμολιμέντο: ξεμωραμένος γέρος
Ράπες: τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης
Ρεβερέντσα: (ιτ. reverenza) χαιρετισμός, υπόκλιση
Ρεγάλο: (ιτ. regalo) δώρο, φιλοδώρημα
Ρεγουλάρω: (ιτ. regolare) κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω
Ρεμέντιο: (ιτ. rimedio) φάρμακο
Ρεμενάτα: τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών
Ρεμέντζο: αποκούμπι
Ρεμπάρτα: (ιτ. ribalta) φερμουάρ
Ρεμπεσκές: αλήτης
Ρεντικολάρω: (ιτ. ridicolizzare) ρεζιλεύω
Ρεντικολέτσα: (ιτ. ridicolezza) ρεζιλίκι
Ρεντίκολο: (ιτ. ridicolo) γελοίος
Ρεουσύρω: (ιτ. riuscire) πετυχαίνω
Ρέπεδο: ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο
Ρεπόμπο: (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα
Ρεπόρτο: (ιτ. rapporto) αναφορά, έκθεση
Ρεπόσο: (ιτ. riposo) με την ησυχία σου, ανάπαυση
Ρεσεύω: κακομαθαίνω
Ρετσέτα: (ιτ. ricotta) λογαριασμός, του ‘κοψε ρετσέτα, αλλά και συνταγή
Ρεχάτι: τεμπελιά
Ριγανάδα: παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη
Ρίμνα: ρίμα
Ριπίζω: χύνω
Ριπιτίδι: η διάρροια
Ριφόρτσο: (ιτ. rinforzo) δύναμη, τόνωση
Ρόγγισε: πήρε φωτιά
Ροδέλα: είδος πυροτεχνήματος
Ροζαμάπα: μεγάλο τριαντάφυλλο
Ροζόλι: (ιτ. rosolio) κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους
Ροϊ: επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή
Ρόιδο: ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν
Ροκέλο: η ανέμη, η κουβαρίστρα
Ρομαντσίνα: κατσάδα
Ρομπόλα: άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλονιάς
Ρονιά: το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού
Ρόντα: (ιτ. ronda) βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει
Ροσοπύλια: ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια
Ρούγκλα: μύξα
Ρούγος: δρόμος
Ρούδι: βουνό της Κεφαλονιάς
Ρουμάνα: τα μαρούλια
Ρούμπωσε: χόρτασε
Ρουφιά: μια γουλιά
Ρουχουνίζω: ροχαλίζω