
Άβυθος
Σαγιαδόρος: καδινάτσος χειροποίητος
Σάγιασμα: υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα
Σάγρος: δερματοπάθεια βρεφών
Σαλάγιασμα: καθοδήγηση των ζώων
Σάλαος: θόρυβος
Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα: σαμιαμίδι
Σαλίτζο: (ιτ. selciato) δάπεδο
Σαμαροσκούτι: το ύφασμα του σαμαριού
Σάματις: μήπως
Σαμουτσούλα: σφυράκι
Σάμψυχος: αρωματικό χόρτο για πίττα
Σαράκος: μεγάλο πριόνι για δέντρα
Σάρτος: (ιτ. salto) μεγάλο πήδημα
Σάρωμα: σκούπα
Σβέρδονας: νόθος γιος
Σβιλάδα: ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος
Σβιντάρω: (ιτ. spinta) πειράζω κάποιον
Σγαράρω: (ιτ. sgarrare) μετακινώ, βγαίνω από τη θέση
Σγαρίλιος: αλάνι, μάγκας
Σγαρνίζει: σκάβει
Σγόμπα: (ιτ. gobba) καμπούρα
Σγουριά: χτύπημα
Σεγόντο: (ιτ. secondo) δεύτερη φωνή στις καντάδες
Σέκιο: (ιτ. secchio) μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες
Σέκο: σκληρό καπέλο
Σέκος: (ιτ. secco) τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός
Σεληνιασμός: επιληψία
Σέμπρος: κοπάδια ή χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά
Σενιάρω: (ιτ. segnare) ταχτοποιώ
Σεντούκι: μπαούλο
Σεπάριο: (ιτ. sipario) αυλαία
Σεράτα: (ιτ. serata) βραδινή συναυλία
Σερβιτσάλια: σερβίτσια
Σεριόζα: (ιτ. serioso) σοβαρά
Σέστα: (ιτ. sesto) καμώματα
Σεστάρισμα: (ιτ. assestare) νοικοκύρεμα
Σημαμένη σαρκάλα: σπασμένο κεφάλι
Σιγκούνεψε: βρώμισε
Σιγουράντσα: (ιτ. sicurezza) σιγουριά, ασφάλεια
Σίδαυλο: μασιά
Σίκλος: (ιτ. ciclo) κουβάς
Σινοπίδι: ασθένεια κηπευτικών
Σιροκολέβαντο: πολύ άσχημος καιρός
Σιορ: κύριος
Σιορπάτρης: πατέρας
Σιφερτάση: σερβίτσιο φαγητού
Σίχλα: μούχλα
Σκαλόπετρα: (ιτ. scolopendra) σαρανταποδαρούσα
Σκαλούνι: σκαλοπατάκι
Σκαμνιά: μουριά που κάνει μεγάλα μούρα
Σκανταλέτο: σίδερο με κάρβουνα
Σκάντζια: (ιτ. scansia) ξύλινο ράφι για πιάτα
Σκαρίζει: ωριμάζει
Σκαραφόνος: μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι
Σκαρίκια: ευχάριστη είδηση
Σκαρτσούνια: μάλλινες κάλτσες
Σκάρτο: όχι όλο, όχι πλήρες
Σκατζοπέρναρο: πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα
Σκατοκουτάλα: υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια
Σκατόψυχος: υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή
Σκέπη: βαμβακερό μαντήλι
Σκιάζομαι: φοβάμαι
Σκλεπούνι: μικρό κουνούπι
Σκλήθρα: μυτερό κομμάτι ξύλου
Σκορτσάμπουνο: χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου
Σκοτίδια: σκοτάδια
Σκούρα: (ιτ. scuro) τα παραθυρόφυλλα
Σκουράντζος: ρέγκα
Σκουσμάκια: δυνατές φωνές ή κλάματα
Σκουτέλι: φλιτζάνι
Σκουτί: ρούχο
Σκρεμιδεύω: παίζω
Σκροβοντίστηκε: έπεσε και χτύπησε
Σκρόφα: (ιτ. scrofa) γουρούνα
Σκρούμπος: σκουμπρί
Σκρώχνει: τσιμπάει, κεντρίζει
Σόμπολα: μικρές πέτρες
Σοναδόρος: (ιτ. suonatore) οργανοπαίχτης
Σοτανά: διάολε
Σοτροπιάζει: το σεστάρει, το τακτοποιεί
Σουγιέλο: λούκι
Σουλάτσο: περίπατος
Σουρδαλίμω: σουρλουλού
Σούρδου-μούρδου: ακαταστασία
Σουρτάρα: το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα
Σουρτούκα: πανωφόρι
Σουρούπι: ρόφημα ζεστό για γρίπη
Σουσουμιάζει: παρομοιάζει
Σούτα: γίδα χωρίς κέρατα
Σοφιγάδο: πατάτες γιαχνί
Σπαβέντο: (ιτ. spavento) τρομάρα
Σπαλέτα: (ιτ. spalla) σάλι
Σπάος: σπάγγος
Σπαρτσίνα: λεπτό σχοινί
Σπατσάρω: (ιτ. spazzare) σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω
Σπετσέρης: (ιτ. speziale) φαρμακοποιός
Σπερματσέτο: κερί
Σπλομανάει: χτυπάει η καρδιά του
Σποδέρνω: άνοιξε η μύτη μου
Σπολάητης: εις πολλά έτη
Σπόρισε: έχει ευκοιλιότητα
Σταγκωτής: γανωματής
Σταλός: (ιτ. stalla) ιερό μέρος για πρόβατα
Σταλώνω: ωριμάζω
Στανιάρησε: (ιτ. stagnare) έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε
Στανιό: ζόρι
Στασινάρω: βιάζω, βασανίζω
Σταφνισμένος: προκομμένος, μυαλωμένος
Σταφυλιόνι: νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες
Στελομάρτιασε: στρίμωξε
Στένεψη: άσθμα
Στέρφα: στείρα
Στιμάρω: (ιτ. stimare) εκτιμώ
Στόσμιγο: ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού
Στουπίρω: (ιτ. stupire) θαυμάζω
Στραβοκατακλείδιασε: στράβωσε το σαγόνι
Στράκωσε: πάτησε πολλές φορές το δρόμο
Στρατόνι: δρόμος
Στράτσο: (ιτ. strazio) παλιό κουρέλι
Στρουμπάρα: ασθένεια των αιγοπροβάτων
Στριφογκώνιασε: τον στρίμωξε
Στρίφτουλας: σβούρα
Συβίζω: ταιριάζω ζώα
Συγκάνω: ταιριάζω απόλυτα με κάποιον
Συγκάρτσελοι: φύγανε όλοι μαζί
Συθέμελα: από τα θεμέλια
Συλίντριχος: από τα θεμέλια
Σύμασε: μάζεψε
Συμπαγαδώνω: καθησυχάζω
Συνέμπασα: αποθήκευσα τα προϊόντα
Συνορίτες: γείτονες στα κτήματα
Συνόσκαλος: συνομήλικος
Συντροδή: οχλαγωγία, φασαρία
Συχέριο: κοινή προσπάθεια
Σφαγαριά: η Κυριακή της Αποκριάς
Σφαλιάστηκε: έπαθε στη γέννα
Σφαή: σβέρκος
Σφαλαγκουνιά: ιστός αράχνης
Σφίγκλα: καρφίτσα ραπτικής
Σφόντυλας: η σπονδυλική στήλη
Σφοντύλι: ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού
Σωκάρδι: (αρχ. εσωκάρδιον) στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο
Σωτοβέλεσο: (ιτ. sottoveste) άσπρο μακρύ μεσοφόρι