
Φισκάρδο
Ξαγιάζω: πληρώνω σε είδος, πχ. το ξάι του λιτρουβιού
Ξαγκλίζω: ξεμπερδεύω μαλλιά
Ξαγκρίζω: καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι
Ξαγραμπαλώνω: ξεγαντζώνω
Ξαίνω: το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο
Ξαλαφιασμένος: αναστατωμένος, κατατρομαγμένος
Ξαμπελώνω: ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι
Ξαναγραβάρισε: ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω
Ξαναθηλικώνω: ξανατυλίγω
Ξαναπούλιασμα: το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα
Ξαπόστα: επίτηδες
Ξαποσταίνω: ξεκουράζομαι
Ξαρκής: κάνω κάτι από την αρχή
Ξαστόχησα: λησμόνησα
Ξεγαλίζω: βγάζω την πέτσα του δέρματος
Ξέει: ξύνει
Ξεκίπησα: μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του
Ξεκουρούποτος: με το κεφάλι χωρίς καπέλο
Ξεκουτάλεμα: δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο
Ξελάγκι: κυνήγι, κατόπι, πχ. τον πήρε ξελάγκι
Ξελεξιά: βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο
Ξενοπρεδεύω: γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές
Ξενότισμα: πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες
Ξενοψωμίζω: τρώω σε ξένο σπίτι
Ξεμπάχαλος: δυνατός μπάτσος, χαστούκι
Ξεμπουρίζομαι: ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες, συνηθίζω στις απολαύσεις
Ξεντώνομαι: τεντώνομαι
Ξεραθύμισε: έφαγε κάτι με ευχαρίστηση
Ξεραποξυλώθηκα: κοιμήθηκα βαριά
Ξερατίζω: τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα
Ξερέξι: κάτι εξαιρετικά ορεκτικό
Ξερίχι: σταφύλι μαύρο
Ξερνοβολάω: κάνω εμετό
Ξεσκλίζω: σκίζω βίαια
Ξεσπιρίζω: ομορφαίνω, ξεπετάγομαι
Ξεστελλιάζω: διαλύω, βγάζω από τη θέση
Ξεσυνερισιά: η άμιλλα
Ξεσφαΐζομαι: πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι
Ξετιμώνω: κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο
Ξετιμωτής: ο εκτιμητής
Ξετσάνησε: είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος
Ξεχάραξε: για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά
Ξυγκάκι: το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι
Ξωκρατώ: κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση