
Κυνήγι
H γνωστή, τα τελευταία χρόνια, διαμάχη μεταξύ ζωόφιλων σωματείων και κυνηγών έχει οδηγήσει σε μια σειρά δικαστικών αντιπαραθέσεων, με αποκορύφωμα τις Αποφάσεις Αναστολής της Ρυθμιστικής Απόφασης του κυνηγίου από το Σ.τ.Ε. Με τις συνεχείς (από το 1993) προσφυγές τους τα διάφορα οικολογικά σωματεία καταφέρονται κατά της ετήσιας Ρυθμιστικής Απόφασης των εκάστοτε Υπουργών Γεωργίας, τις οποίες αντιπαραβάλλουν με ένα τεράστιο πλέγμα διατάξεων Διεθνών Συμβάσεων και Κοινοτικών Οδηγιών, στις οποίες αιωρούνται αόριστες εκφράσεις και γενικές αρχές προστασίας της άγριας ζωής.
Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται κάθε φορά να ερμηνεύσει αυτές τις αόριστες εκφράσεις, που συχνά δεν προσδιορίζονται από καμιά συναφή επιστήμη, και να διατυπώσει νομολογία για θέματα που καθόλου δε γνωρίζει, όπως η περίοδος εξάρτησης των πτηνών, το ταξίδι επιστροφής τους, η αποδημία και άλλα.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε στη διατύπωση ιδιαίτερα αυστηρής νομολογίας από το ΣτΕ, η οποία δημιουργεί ποικίλα προβλήματα.
Η τακτική των συνεχών προσφυγών των ζωόφιλων σωματείων δεν φαίνεται να λαμβάνει τέλος, δεδομένου ότι προτιμούν να αναλώνονται σε ατέρμονους δικαστικούς αγώνες, προσπαθώντας να καταργήσουν παντελώς το κυνήγι στην Ελλάδα, παρά να δραστηριοποιηθούν στην κατεύθυνση της ουσιαστικής προστασίας και αναβάθμισης της άγριας ζωής.
Το κυνήγι το Φεβρουάριο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή .
Από το 1994 έχει ξεκινήσει η διαδικασία τροποποίησης του Αρθρ. 7 § 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ “’γρια Πτηνά”, κατά το μέρος που αφορά την ημερομηνία λήξης του κυνηγίου. Διαδικασία η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα πολύπλοκη δεδομένου ότι διατυπώθηκαν αντικρουόμενες απόψεις από τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε., με αποκορύφωμα την πρόταση Van Putten, η οποία κατά παράλογο τρόπο και έξω από κάθε επιστημονική θεώρηση πρότεινε μια και μοναδική ημερομηνία λήξης του κυνηγίου, την 31 Ιανουαρίου για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, από τις χώρες του Βορρά μέχρι τη νότια και νησιωτική Ελλάδα!
Είναι σοφές λοιπόν, ότι η διαδικασία τροποποίησης της Οδηγίας σταμάτησε και αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη σε αυτό το θέμα προκειμένου να εκδοθεί διευκρινιστική εγκύκλιος – ερμηνευτικός κώδικας της Οδηγίας που θα αποσαφηνίζει το εν λόγω θέμα και μέχρι τότε καμία υποχρέωση δεν έχουν τα Κράτη-μέλη όσον αφορά την απαγόρευση του κυνηγίου των αποδημητικών πτηνών τον Φεβρουάριο. Κάτι τέτοιο θα ήταν πρώιμο και θα προλάμβανε τις εξελίξεις και τις Αποφάσεις της Ε.Ε. Είδη έχουν διαμορφωθεί τρία ανεπίσημα κείμενα εργασίας στα οποία έχουν υιοθετηθεί βασικές τεκμηριωμένες θέσεις της Κ,Σ,Ε. και η προσπάθεια για θετική διατύπωση της εγκυκλίου ως προς την διεξαγωγή της κυνηγετικής δραστηριότητας, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη, είναι έντονη και συνεχής.
Ο θεσμός των Ελεγχόμενων Κυνηγετικών Περιοχών .
Ο ι Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές κρατικές και ιδιωτικές που ιδρύθηκαν και λειτουργούν, δεν επιτελούν τον ρόλο για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Υπολειτουργούν και αδυνατούν να παρέχουν ένα κάποιο ικανοποιητικό επίπεδο υπηρεσιών, ενώ παράλληλα κανένα ή ελάχιστα διαχειριστικά μέτρα λαμβάνονται για την βελτίωση των πληθυσμών των άγριων θηραματικών ειδών. Ταυτόχρονα οι ΕΚΠ έχουν μεγάλα οικονομικά ελλείμματα ενώ καμία ουσιαστική ανάπτυξη δεν προσφέρουν στις περιοχές που εφαρμόζονται.
Γενικά, οι Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές ενώ απαγορεύουν τη θήρα σε τεράστιες περιοχές, δεν εφαρμόζουν κανένα διαχειριστικό μέτρο αύξησης των άγριων θηραματικών πληθυσμών, προσφέρουν μια μορφή θήρας ξένη προς τον Έλληνα κυνηγό, που αντίκειται στο κυνηγετικό ιδεώδες και στον ηθικό κώδικα συμπεριφοράς απέναντι στο θήραμα, και αντί να προσφέρουν στην ανάπτυξη μιας περιοχής τελικά την οδηγούν σε οικονομικό μαρασμό.
Γι’ αυτό θα πρέπει να επανεξετασθεί η σκοπιμότητα ίδρυσης των ΕΚΠ που ήδη λειτουργούν και να μην προχωρήσει η ίδρυση καμίας νέας πριν την θέσπιση νέων κριτηρίων για την επιλογή των τόπων ίδρυσης τους.
Η εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας ΝΑΤΟΥΡΑ 2000 στην Ελλάδα
Η πορεία εφαρμογής της Οδηγίας ΝΑΤΙΙΒΑ 2000 στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει πάρα πολλά ερωτήματα για τα οποία δεν έχουν δοθεί επαρκείς απαντήσεις. Η Ελλάδα έχει προτείνει ήδη ένα Εθνικό κατάλογο 264 περιοχών, που καλύπτουν τεράστια έκταση σε ποσοστό 16,5% της χώρας, χωρίς κανείς να ξέρει τις επιπτώσεις που θα έχει η εφαρμογή της Οδηγίας στους τοπικούς πληθυσμούς και στην περιφερειακή ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου. Σημαντικό είναι εδώ να αναφερθεί το μέγεθος του αριθμού και το είδος των δράσεων, που είναι δυνατό να απαγορευθούν με την εφαρμογή του σχεδίου ΝΑΤΟΥΡΑ 2000 : Ο αριθμός των αρνητικών δράσεων φθάνει τις 270, και αφορά δράσεις όπως η θήρα, η καλλιέργεια, η βοσκή, η αλιεία, αστικές ζώνες, δασική διαχείριση κ.λ,π.
Η αρχική Ευρωπαϊκή πολιτική για την εφαρμογή του δικτύου ΝΑΤΙΙΒΑ 2000, ήταν η διατήρηση των παραδοσιακών μορφών εκμετάλλευσης της υπαίθρου και όχι η αποστείρωση της.
Στην Ελλάδα όμως η εύκολη λύση είναι οι Απαγορεύσεις, γιατί η διαχείριση θέλει δουλειά και γνώση. Αν τα παραπάνω προστεθούν και οι απαγορεύσεις που θα είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής των Καταφυγίων ’γριας Ζωής, όπως προτείνονται από το Υπουργείο Γεωργίας τότε το σίγουρο αποτέλεσμα θα είναι η πλήρης ερημοποίηση της υπαίθρου.
Επιπλέον, είναι σαφές, ότι η ανάπτυξη των ανθρωπίνων κοινωνιών σε αυτές τις περιοχές δεσμεύεται κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις και υπό την κρίση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθ’ όσον κάθε έργο και ανθρώπινη δραστηριότητα θα ρυθμιστεί κατά περιοχές – ζώνες και θα απαιτείται ειδική έγκριση για την πραγματοποίηση του. Παράλληλα, ο χρηματοδοτικός μηχανισμός ο οποίος έχει προβλεφθεί από την Οδηγία 92/43, είναι εξαιρετικά αόριστος και αφήνει πολλά αναπάντητα ερωτήματα δεδομένου ότι το οικονομικό και εθνικό κόστος για τις περιοχές που θα εφαρμοστεί η Οδηγία θα είναι πραγματικά τεράστιο.
Γι’ αυτό θα πρέπει.
α. Η χώρα μας να διατηρήσει επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή της Οδηγίας 92/43 μέχρι να ξεκαθαρίσει το θέμα των χρηματοδοτήσεων
β. Μέχρι την οριστικοποίηση των τόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος, η Ελλάδα να θέσει σε εφαρμογή το ’ρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 92/43, το οποίο προβλέπει ελαστικότερη εφαρμογή των κριτηρίων για την επιλογή των παραπάνω τόπων στο έδαφος μας, δεδομένου ότι το σύνολο της έκτασης που έχει προταθεί ξεπερνάει κατά πολύ το 5%.
Με δεδομένο ότι το κυνήγι δεν αποτελεί γενικά κίνδυνο για κανένα από τα προστατευόμενα αντικείμενα της Οδηγίας 92/43 και έχοντας υπόψη τη σαφή θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι το κυνήγι δεν θα απαγορευθεί στις περιοχές του δικτύου θα πρέπει:
α. Σε επίπεδο σχεδιασμού και μελέτης των προτεινόμενων δράσεων να διασφαλισθεί η ουσιαστική τεκμηρίωση των κινδύνων που υφίστανται σε τοπικό επίπεδο για την αποφυγή εσφαλμένων εκτιμήσεων και στην συνέχεια εσφαλμένων αποφάσεων,
β. Περιοριστικά για το κυνήγι μέτρα να επιβάλλονται μόνο μετά από ειδική τεκμηριωμένη μελέτη που θα αποδεικνύει ότι το κάθε φορά προστατευόμενο αντικείμενο της^ Οδηγίας, βάσει του οποίου εντάχθηκε η Γ περιοχή στο Δίκτυο ΝΑΤΟΥΡΑ 2000, απειλείται και σε ποιο βαθμό από το κυνήγι. Η ίδρυση σωματείων μη ελεγχόμενων από το Υπουργείο Γεωργίας και ανταγωνιστικών των Κυνηγετικών Συλλόγων
Τ α τελευταία χρόνια εσωτερικές διαμάχες και φιλονικίες μεταξύ μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των Κυνηγετικών Συλλόγων έχουν δώσει την αφορμή για την ίδρυση αθλητικών σωματείων επονομαζόμενων ως κυνηγετικών (παρασύλλογοι). Τέτοιου είδους σωματεία, που συνήθως δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν προσωπικά συμφέροντα και μικροφιλοδοξίες των ιδρυτών τους, δεν ελέγχονται από το Υπουργείο Γεωργίας και δεν εργάζονται στην κατεύθυνση της προστασίας και ανάπτυξης του θηραματικού πόρου αλλά λειτουργούν ανταγωνιστικά των Κυνηγετικών Συλλόγων με νεφελώδεις και σκοτεινούς σκοπούς.
Αυτά τα Σωματεία (μεσάζοντες) είναι αναγκαίο να αποκλείονται από τις διαδικασίες έκδοσης ομαδικών αδειών θήρας προκειμένου να αξιοποιηθεί ορθολογικά η δυναμική των κυνηγών και να αποφευχθεί η παραπλάνηση τους.
Η “αυθαίρετη” απαγόρευση της θήρας σχεδόν από κάθε μελέτη που εκπονείται για το περιβάλλον.
Μ έλλειψη εξειδικευμένων επιστημόνων, η αντικυνηγετική προδιάθεση πολλών επιστημόνων, η ανυπαρξία κατάλληλων προδιαγραφών μελετών και η σωρεία μελετών που εκπονούνται από διάφορα μελετητικά γραφεία για το περιβάλλον έχουν διαμορφώσει σήμερα μια κατάσταση όπου σχεδόν κάθε σχετική μελέτη, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση, καταλήγει στην κοινότυπη πλέον επωδό της απαγόρευσης της θήρας. Η θήρα αποτελεί μια πολυδιάστατη δραστηριότητα με οικολογικές, οικονομικές και κοινωνικοπολιτιστικές πλευρές, οι οποίες αποτελούν γνωστικό αντικείμενο ειδικών επιστημών και εξελίσσονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι μελέτες που αφορούν τη θήρα είναι αναγκαίο να συντάσσονται από εξειδικευμένους επιστήμονες που γνωρίζουν τις σύγχρονες διαχειριστικές μεθόδους και τις σύγχρονες κατακτήσεις των επιστημών στον τομέα της θήρας, και όχι όπως μέχρι σήμερα από “βαπτισμένους ορνιθολόγους” πολιτικούς μηχανικούς, χημικούς κλπ. Επιπλέον είναι αναγκαίο να θεσπισθούν προδιαγραφές μελετών οι οποίες θα υποχρεώνουν τους μελετητές σε ουσιαστική μελέτη των πληθυσμών των θηρευσίμων ειδών και της δυναμικής τους, πριν την διατύπωση οποιουδήποτε μέτρου που αφορά τη θήρα.
Η πολιτική των απαγορεύσεων και η προστασία του περιβάλλοντος .
Τ α τελευταία χρόνια μια σειρά από προγράμματα που συντάσσονται και εφαρμόζονται για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος καταλήγουν στην διατύπωση ενός καταλόγου απαγορεύσεων χωρίς να έχει εξασφαλισθεί ο μηχανισμός εφαρμογής αυτών των μέτρων. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένα χάος τυπικά προστατευόμενων περιοχών, οι οποίες όμως υποβαθμίζονται και καταστρέφονται συνεχώς από πλήθος παράνομων δραστηριοτήτων, ενώ παράλληλα καμία ενέργεια αναβάθμισης των περιοχών αυτών δεν προωθείται.
Αυτή η πραγματικότητα αντίκειται όχι μόνο στις σύγχρονες αρχές προστασίας που παγκόσμια προωθούνται αλλά και στην περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. “Χρησιμοποιούμε αυτό που προστατεύουμε και προστατεύουμε αυτό που χρησιμοποιούμε” είναι η σύγχρονη αρχή προστασίας που θα πρέπει να προωθηθεί και να εφαρμοσθεί μέσα από τα σχέδια διαχείρισης αυτών των περιοχών.
Γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ουσιαστική συμμετοχή των κυνηγετικών οργανώσεων στους φορείς διαχείρισης αυτών των περιοχών μέσα από το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.
Η αποτελεσματικότερη εφαρμογή των νόμων .
O Κυνηγετικός κόσμος εδώ και πολλά χρόνια, ζητούσε επίμονα την εφαρμογή μέτρων που θα στοχεύουν στην αποτελεσματικότερη θηροφύλαξη και προστασία του θηραματικού πλούτου. Είναι κοινό μυστικό ότι οι αρμόδιοι γι’ αυτή την δουλειά δασικοί υπάλληλοι που έχουν απομείνει είναι ελάχιστοι και έχουν, πλέον, σαν πάρεργο την θηροφύλαξη ενώ ασχολούνται παράλληλα με τόσα διαφορετικά αντικείμενα.
Γι’ αυτό και οι Κυνηγετικές Οργανώσεις, ενισχύοντας τους επεκτείνοντας το προνόμιο που έχουν να απασχολούν ιδιωτικούς φύλακες θήρας που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από χρήματα των κυνηγών, δημιούργησαν το σώμα της Ομοσπονδιακής θηροφυλακής, η οποία στελεχώθηκε από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, εξοπλίστηκε με κάθε και σύγχρονο μέσο και στα λίγα χρόνια λειτουργίας της παρέχει ένα αξιέπαινο έργο ευρείας αποδοχής όχι μόνο από τους κυνηγούς αλλά και ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Αυτή η εξέλιξη βέβαια, δεν αναιρεί την ανάγκη να θεσμοθετηθεί ένας αυτόνομος κρατικός φορέας με αποκλειστικό ρόλο και στόχο την φύλαξη της άγριας ζωής και των φυσικών οικοσυστημάτων από κάθε παράνομη ενέργεια.
Η διάθεση των χρημάτων που προέρχονται από τους κυνηγούς .
Τ όσο τα άμεσα όσο και τα έμμεσα έσοδα του Κράτους από τη διεξαγωγή της θήρας ανέρχονται πλέον σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο, αυτά τα χρήματα δεν χρησιμοποιούνται για την προστασία και ανάπτυξη του θηραματικού κεφαλαίου, σε έργα διαχείρισης των βιοτόπων, απασχόλησης θηροφυλάκων κ,α. αν και η ανάγκη κάλυψης αυτών των αναγκών γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική από κάθε άλλη φορά. σγο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί ένα ανεξάρτητο ταμείο θήρας το οποίο θα συγκεντρώνει τα άμεσα έσοδα (άδειες θήρας, επιβολή προστίμων κλπ) όσο και τα έμμεσα έσοδα (φορολογία κυνηγετικών ειδών, χαρτόσημα κλπ) και θα χρηματοδοτεί ένα αποτελεσματικό μηχανισμό τόσο προστασίας του θηραματικού πόρου όσο και ορθολογικής χρησιμοποίησης του.
Γιώργος Πέππας