Άνθρωποι της Θάλασσας….

Αν ήμουνα ζωγράφος

θα πέταγα πινελιές στο στερέωμα,

στο μονοπάτι του ήλιου,

στον οδοιπόρο άνθρωπο,

στην αγκαλιά του πεπρωμένου.

Θα ζωγράφιζα τον καθρέφτη της ψυχής,

γεμάτο κρινολούλουδα, με πινελιές αγάπης,

Aν ήμουνα ποιητής,

θα έγραφα ποιήματα,

αφιερωμένα στων ματιών σου

τις γαλάζιες θάλασσες.

Στα μυστικά της θάλασσας,

στην τροπική ευτυχία,

στους πράσινους τόπους,

στα ανεκπλήρωτα όνειρα.

Όμως δεν είμαι ζωγράφος,

ούτε ποιητής.

Αλλά με χέρι που τ’ οδηγά η καρδιά,

γράφω στίχους σε γαλάζια κορδέλα,

που πλέει σε αφρούς κυμάτων,

ναυτικής μα και μεταναστευτικής ζωής.

Ανταλλαγή

Η ανάσα της φάλαινας

ακουγόταν σαν τη

βουτιά της πλώρης

σε φούσκο-θαλασσιά.

Τα χελιδονόψαρα πετούσαν

στην κουβέρτα ξεψυχούσαν.

Τα δελφίνια τούμπες κάναν,

Απ’ την πλώρη μας περνούσαν.

Η άχνη της αρμύρας

στα χείλη μου επάνω.

Ο γαλάζιος ορίζοντας

μου χάριζε τον ήλιο.

Η αγκαλιά των λιμανιών

κοπέλες της μιας νύχτας.

Τα απόνερα την προπέλας

έγραφαν τα πλάτη και τα μήκη.

Οι πολύχρωμες παντιέρες

τις ανθρώπινες κουλτούρες.

Η σφυρίχτρα εν πλω

το καρδιοχτύπι του πούσι.

Η γαλακτώδης θάλασσα

το φόβο της φουρτούνας.

Το καμπανάκι

της σκάντζα βάρδιας,

ναυτική αδελφοσύνη.

Μέσα σε αυτά μεγάλωσα,

από παιδί έγινα άνδρας.

Όλα αυτά τα αντάλλαξα,

για το φιλί μιας γυναίκας.

Η φυγή

Καρυδότσουφλο πλέει στον αφρό των κυμάτων η βάρκα μου.

Πίσω μου αφήνω, ένα σύννεφο, μια αθωότητα, μια πατρίδα.

Αυτά που δέρνει ο άνεμος του νόστου.

Λουλούδια ελπίδας αρωματίζουν το κενό.

Ματαίως προσπαθώ να τα μυρίσω.

Μια γυναίκα, ένα μωρό, κλαψουρίζουν φωνάζοντάς μου από κάθε λιμάνι:

Πότε θα ξανάλθεις;