Ν. Καββαδίας: Νανούρισμα για μωρά και για γέρους

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.

Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου Νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,

το κουρσεύουν πειρατές
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι
όλο ασένιο, στο καντίνι.

Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,

μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω απ’ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι
τονε κλαίγαν κι’ οι γαϊδάροι.

Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

‘Οξω απ’ τη Μαδαγασκάρη,
ο καιρός έχει λασκάρει.

Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ’ αχαμνά του.

Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.

Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ’ ένα φόρτωμα κακάο.

‘Ομως βρέθηκε στο αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε,
στη λίρα κολυμπάει.
Τσού χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη.

Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.

Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσού μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.

Τόσκασε νύχτα με μουσώνα
μ’ όλο το βιός σε μια κασόνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
” Τι θα γίνει με το τσάι ;
Πνίξε πια το βασιλιά ! ”
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά – γουλιά.

Πηγή άρθρου: users.forthnet.gr/ath/aqua97/NANOYRISMA.htm