Δυο δίδυμα αδέρφια – Οι Κεφαλλονίτες Ιωάννης και Χριστόδουλος Τσιγάντες

Οι Κεφαλλονίτες Ιωάννης και Χριστόδουλος Τσιγάντες

Οι Κεφαλλονίτες Ιωάννης και Χριστόδουλος Τσιγάντες.

Στις 14 Ιανουαρίου του 1943 ιταλικό στρατιωτικό απόσπασμα περικύκλωσε το κρησφύγετο του, σε υπόγειο διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού Πατησίων στον αριθμό 86, στο κέντρο της Αθήνας (πλησίον της ΑΣΟΕΕ).

Ο Τσιγάντες επιδεικνύοντας ταυτότητα αξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων, δεν κατάφερε να πείσει τους Ιταλούς. Τελικά, και αφού προηγουμένως έκαψε τα αρχεία του, συνεπλάκη μαζί τους και έχασε τη ζωή του αν και πρόλαβε να σκοτώσει δύο καραμπινιέρους και να τραυματίσει άλλους τρεις. Ενάμισι μήνα μετά, ακολούθησε αρκετά περίεργα η λεγόμενη εξάρθρωση των ασυρματιστών(ομάδα του Τσιγάντε), ενώ εκ των λιρών που κατείχε ανευρέθηκαν και παραδόθηκαν για φύλαξη από τον λοχία Δημήτριο Γυφτόπουλο στον Ευάγγελο Μανδρούλια (“Αλεξανδρινό”) μόνο 800.

Μετά θάνατο προήχθη σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984.

Υπήρχε ένας μυστηριώδης προδότης στην ιστορία του Τσιγάντε, ο οποίος τηλεφωνούσε κάθε φορά στις κατοχικές αρχές και υποδείκνυε τα κρησφύγετά του, όμως ο Τσιγάντες πάντοτε κατάφερνε να ξεφεύγει, εκτός της μοιραίας στιγμής στο διαμέρισμα της Πατησίων.

(την φωτο την εχω παρει εγω οπως και της αναμνηστικης πλακας πιο κατω. Το υπογειο στο οποιο κρυβοταν ειναι αυτο που γραφει σημερα dress οπου και η αναμνηστικη πλακα. Η πολυκατοικια ειναι πηγαινοντας προς Πατησια στο δεξι χερι πριν την Κοδριγκτωνος.)

Μάλιστα, το τελευταίο τηλεφώνημα, σύμφωνα με πηγές από την Ελληνική Αστυνομία, ανθρώπων που ήταν κοντά στους κατακτητές αλλά έδιναν πληροφορίες στους αντιστασιακούς, έγινε από άγνωστη γυναίκα, η οποία όμως μπορεί να ήταν βαλτή για να μη βρεθεί ποτέ ο πραγματικός προδότης. Αν και έγιναν διάφορες έρευνες μεταπολεμικώς, ακόμα και με παραγγελία της Βουλής των Ελλήνων, δε στάθηκε δυνατό μέχρι σήμερα να εξακριβωθεί ποιος πρόδωσε τον Τσιγάντε, έχοντας γίνει στην κυριολεξία η σκιά του.

Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες ήταν Έλληνας στρατηγός, πρώην κινηματίας που όμως αμνηστεύθηκε. Κεφαλληνιακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Ρουμανία στις 30 Ιανουαρίου του 1897. Εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων από την οποία και απεφοίτησε το 1916. Μόλις εξήλθε της Σχολής έλαβε μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916, στη Βεσσαραβία και στη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Στη συνέχεια φοίτησε στη Γαλλική Σχολή Πολέμου στο Παρίσι και με την επιστροφή του στην Ελλάδα έλαβε ενεργό μέρος με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη στο κίνημα 1ης Μαρτίου 1935, ως κύριο μέλος της μυστικής επαναστατικής “Ελληνικής Στρατιωτικής Οργάνωσης” (ΣΕΟ) (1933-1935), με συνέπεια, μετά την αποτυχία του κινήματος, να συλληφθεί και να δικαστεί στις 31 Μαρτίου 1935 από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών επί εσχάτη προδοσία μαζί με άλλους κινηματίες όπου και καταδικάστηκε σε “ισόβια δεσμά” με συνεπαγόμενη την ποινή της στρατιωτικής καθαίρεσης, σε απλό στρατιώτη, που πραγματοποιήθηκε δημόσια στις 2 Απριλίου 1935 στους τότε στρατώνες πεζικού (σημερινό πάρκο Ελευθερίας). Μετά όμως την Παλινόρθωση ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ του απένειμε χάρη από την οποία και διακόπηκε η περαιτέρω έκτιση ποινής, όχι όμως της επαναφοράς του. Ζήτησε τότε να του επιτραπεί να εγκατασταθεί στο εξωτερικό, όπου και του δόθηκε η άδεια.

Από το 1940 μέχρι το 1941 υπηρέτησε στη Λεγεώνα των Ξένων στη Λιβύη και στην Ερυθραία. Μετά την αυθόρμητη παρουσίασή του στην “ελεύθερη ελληνική κυβέρνηση”, στο Κάιρο, του δόθηκε από τον βασιλιά αμνηστία της καθαίρεσης όπου και ταυτόχρονα ανακλήθηκε με τον τελευταίο βαθμό που κατείχε, στις τάξεις του ελληνικού στρατού 1942, ιδρύοντας και αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του Ιερού Λόχου της Μέσης Ανατολής κατά την περίοδο 1942 – 1945 τόσο στις επιχειρήσεις της Λιβύης και της Τύνιδας, όσο και της Δωδεκανήσου. Με το τέλος του πολέμου, ανέλαβε το 1945 στρατιωτικός Διοικητής Αρχιπελάγους και κατά τη διάρκεια 1945-1947 Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα.

Την περίοδο εκείνη προάχθηκε στο βαθμό του ταξιάρχου και τέλος ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής Ευβοίας όπου και αποστρατεύθηκε κατόπιν αιτήσεώς του την 1η Μαΐου του 1948 λαμβάνοντας το βαθμό του υποστρατήγου. Τιμήθηκε με πλείστα παράσημα από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, τον βασιλιά Πάυλο, καθώς και με συμμαχικά.

Ακολούθως διετέλεσε σχολιαστής διαφόρων εφημερίδων (Έθνος, Νέα, Ελευθερία, κ.ά.) παρόλο που έπασχε από υπέρμετρη μυωπία. Την περίοδο 1950-1953 ανέλαβε Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Επίσης στις βουλευτικές εκλογές των ετών 1950, 1956 και 1958 πολιτεύθηκε ως υποψήφιος με το Κόμμα των Φιλελευθέρων χωρίς όμως επιτυχία. Το 1970 ευρισκόμενος στην Τρίπολη ασθένησε σοβαρά και με μέριμνα της τότε κυβέρνησης μεταφέρθηκε στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Λονδίνο όπου και πέθανε στις 11 Οκτωβρίου 1970. Η σορός του αποτεφρώθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα. Αδερφός του ήταν ο Ιωάννης Τσιγάντες.

Στο κτίριο όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες

Μετά θάνατο προήχθη σε αντισυνταγματάρχη ως «πεσών επί του πεδίου της μάχης». Στο κτίριο όπου δολοφονήθηκε ο Ιωάννης Τσιγάντες τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα το 1984.

Πηγή άρθρου: sikam.wordpress.com