Το Bαλλιάνειο κληροδότημα: Η συνάντηση κοσμοπολιτισμού και τοπικής κοινωνiας (Μέρος Α)

Το Bαλλιάνειο κληροδότημα

Το Bαλλιάνειο κληροδότημα

Η συνάντηση της ελληνικής επαρχιακής κοινωνίας, ιδιαίτερα μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με το πνεύμα και τις πρακτικές του κοσμοπολιτισμού των Ελλήνων της Διασποράς διαμορφώνει νέες πολιτιστικές πραγματικότητες οι οποίες θα βιωθούν μάλιστα και κατά διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, όπου αυτό το φαινόμενο συμβαίνει.

Η αρκετά διαδεδομένη περίπτωση στην ελληνική επικράτεια αγροτικών ή ημιαστικών κοινοτήτων πολλές από τις οποίες θα αποτελέσουν προνομιακό χώρο τοποθέτησης κεφαλαίων με τη μορφή δωρεών εκ μέρους των πλούσιων και επιφανών Ελλήνων του εξωτερικού, δημιουργεί νέα δεδομένα με τη σταδιακή τροποποίηση καθιερωμένων πολιτιστικών στοιχείων και πραγματικοτήτων.

Το χαρακτηριστικό παράδειγμα των αδελφών Βαλλιάνου, από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της ελληνικής Διασποράς, οι οποίοι θα προικοδοτήσουν, εκτός των άλλων, τον τόπο καταγωγής τους, τις Κεραμιές, με εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις  δυσανάλογα υψηλές για το μέγεθος μιας παραδοσιακής κοινότητας της Κεφαλονιάς, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Στόχος της είναι να αναδείξει όχι μόνο το σκεπτικό και την εφαρμογή της φιλοσοφίας των ευεργεσιών στο χώρο της παιδείας, καταγράφοντας και αποτιμώντας το σύνολο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της περιοχής,   αλλά και να εξετάσει τις δυνατότητες ενσωμάτωσης και αποδοχής του όλου εγχειρήματος από τη συγκεκριμένη τοπική κοινωνία.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από τα τέλη του 19ου παρουσιάζεται, εντονότερα από κάθε άλλη φορά,  στον ελληνικό χώρο το φαινόμενο της τοποθέτησης κεφαλαίων με τη  μορφή δωρεών και ευεργεσιών εκ μέρους των πλούσιων και επιφανών Ελλήνων του εξωτερικού.

Αγροτικές και ημιαστικές κοινότητες, τόποι συνήθως καταγωγής Ελλήνων της διασποράς, θα αποτελέσουν χώρους τοποθέτησης των κεφαλαίων που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα το ιδιαίτερα ενδιαφέρον σμίξιμο του κοσμοπολιτισμού, που αυτοί συνήθως αντανακλούν και εκπροσωπούν, με τη μικρή επαρχιακή κοινωνία  της καταγωγής τους.

Θεωρώντας την ευεργεσία   του Παναγή Βαλλιάνου και των αδελφών του προς την ιδιαίτερη πατρίδα τους, την Κεφαλονιά, και το χωριό καταγωγής τους, τις Κεραμειές, χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου, και ιδιαίτερα πρωτοπόρο, τη στιγμή που κατεξοχήν μεριμνά για την ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και μάλιστα Τεχνικής – Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, διερευνούμε την ανταπόκριση   της τοπικής κοινωνίας  στο ευεργετικό αυτό εγχείρημα.

ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ΟΥ– ΑΡΧΕΣ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Μετά την παραχώρηση από τη Μεγάλη Βρετανία της Κεφαλονιάς στην Ελλάδα με τη συνθήκη του Λονδίνου το 1864, ο νομός χωρίζεται σε τρεις επαρχίες, της Πάλης, της Σάμης και της Κραναίας στην οποία κυρίως αναφερόμαστε.  Η περιοχή στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από περιορισμό της πλούσιας παραγωγής αγροτικών προϊόντων, κυρίως σταφίδας, τη στροφή προς το εμπόριο και τη ναυτιλία, τις διάφορες επιδημίες και τις μεγάλες ευεργεσίες (Μοσχόπουλος, 1988).

Η κρατική παρουσία για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των θεσμικών αναγκαιοτήτων της εποχής παρουσιάζεται περιορισμένη.

Ιδιωτικές πρωτοβουλίες, κυρίως από τους Έλληνες της διασποράς αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση ουσιωδών προβλημάτων της τοπικής κοινωνίας τα οποία το κράτος αδυνατούσε ή δεν επιθυμούσε να επιλύσει. Οι αρχές του αιώνα σηματοδοτούν την χρυσή εποχή των κληροδοτημάτων για την Κεφαλονιά:  «Σ’ αυτά απέβλεπε η τοπική κοινωνία για να απαλύνει, αν όχι να γιάνει μια ανοιχτή πληγή της! Και ιδίως το Βαλλιάνειο που ήταν και το μεγαλύτερο» (Δεμπόνος, 1994).

Οι Κεφαλλονίτες της διασποράς διακρίνονται ως ναυτικοί, έμποροι και τραπεζίτες, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της τοπικής, αλλά και ευρύτερα ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, επιβεβαιώνοντας εκτός των άλλων τον χαρισματικό, αλλά και «περιπετειώδη» χαρακτήρα που τους αποδίδεται. Εγκαθίστανται, ήδη από τα τέλη του 18ου αι., εποχή που η Μεγάλη Αικατερίνη παραχωρεί  στους Έλληνες εκτάσεις προς εκμετάλλευση, στα λιμάνια του Δούναβη και της Μαύρης Θάλασσας, στην Οδησσό, τη Μαριανούπολη, το Κέρτς, το Ταϊγάνι το Γαλάτσι, τη Βράιλα, εμπορεύονται κυρίως σιτηρά σε όλη την Μεσόγειο και σύντομα ιδρύουν και διευθύνουν παραρτήματα στο Λονδίνο, όπως οι  Βαλλιάνοι, οι Σταθάτοι κ.ά.

Ο κοσμοπολιτισμός των Κεφαλλήνων της Διασποράς του τέλους του 19ου αιώνα «επιβάλλεται»  με την μορφή της ευεργεσίας στις αγροτικές και ημι-αστικές περιοχές καταγωγής, διαμορφώνει νέα κοινωνικά, μορφωτικά και πολιτιστικά δεδομένα και ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες, την κρατούσα ιδεολογία,  την πολιτική κατάσταση και την επίδραση των κοινωνικών αναστατώσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, θα γίνει αποδεκτός ή θα απορριφθεί. Η διακίνηση του χρήματος θα έχει ως συνέπεια τη διακίνηση ιδεών και γνώσεων και τη διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας στην Κεφαλλονίτικη κοινωνία. Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα οι Κεφαλλονίτες του εξωτερικού συσσωρεύουν πλούτο, στο εσωτερικό διαπιστώνεται ότι «εν τη ημετέρα νήσω παρά την τάξιν των πολλών των δυναμένων και ευπορούντων, δεν δύναται τις να μη ομολογήσει και την ύπαρξιν ευρείας κλίμακος ου μόνον εργατών και μικρών κορασίδων εργαζομένων επί 14ωρω και γλισχρότατα αμειβομένων αλλά και οικογενειών στερουμένων των απαραιτήτων ουχί προς το ευ ζην αλλά προς το ζην μόνον» (Τσιτσέλης, 1960) .

Ιδεολογικές, κοινωνικές, οικονομικές ανακατατάξεις σημειώνονται στο νησί στα τέλη του 19ουαι που έχουν ως αφετηρία και τις εθνικές συγκυρίες (πόλεμος του 1897, Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, Εθνικός Δανεισμός, κ.ά.) αλλά και ως συνέπεια κοινωνικές-οικονομικές-μορφωτικές μεταστροφές του τόπου.

Προσπάθεια του άγγλου τοποτηρητή Κάρολου Νάπιερ το 1826 για δημιουργία και ανάπτυξη της γεωργικής εκπαίδευσης συναντά την αντίδραση των γαιοκτημόνων (Μοσχόπουλος, 1988).  Προσπάθεια εξωραϊσμού της πρωτεύουσας (εξηλεκτρισμός, λιθόστρωτο, δημόσια λουτρά, φιλαρμονική, κά.) και ανάπτυξη των πλουσίων αστών έρχεται σε αντίθεση με  την καταστροφή των καλλιεργειών –κυρίως της σταφίδας-από τον περονόσπορο. Λοιμοί, πανώλης, ευλογιά, τύφος,  χολέρα, φυματίωση, δανειοδοτήσεις, αδυναμία εξόφλησης, οικονομικός μαρασμός (Δεμπόνος, 1994), οδηγούν πολλούς Κεφαλλονίτες στη μετανάστευση προς την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αθήνα ή την Πάτρα, ενώ παράλληλα από το τέλος του 19ου αι. επιζητείται, αλλά και αναμένεται βοήθεια από τους πλούσιους συμπατριώτες (ΓΑΚ, Α.Β. φ.1, 23). Η συνδρομή των τελευταίων θα επιταχύνει το ρυθμό αστικοποίησης της Κεφαλλονίτικης κοινωνίας (Μοσχόπουλος, 1988).

Στο Ζιζάνιο, εφημερίδα της εποχής, το 1899, διαβάζουμε ότι παρουσιάζεται αναγκαία η χορηγία για ίδρυση δύο βιομηχανικών καταστημάτων και γεωργικής σχολής στο Αργοστόλι. «Μόνον δια της παροχής μέσων προς εργασίαν υπάρχει ελπίς να μην χαθεί ολοτελώς η χώρα ημών. Οιοσδήποτε άλλος τρόπος βοηθείας εάν δεν θα είναι εξευτελιστικός, θα είναι βεβαιότατα μάταιος» (Ζιζάνιον, 5/1899).

Παρόλο που στην αρχή του 19ου αιώνα μειωμένη παρουσιάζεται η φροντίδα για την κρατική εκπαίδευση, το 1850 αποφασίζεται η ίδρυση 40 αλληλοδιδακτικών σχολείων για τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενός λυκείου στο Αργοστόλι και ενός στο Ληξούρι (Μοσχόπουλος, 1988).  Σημαντικό αναδεικνύεται το πρόβλημα μόνιμης σχολικής στέγης που έχει ως συνέπεια ακόμη και την κατάργηση σχολείων (Μοσχόπουλος, 1988), ενώ το κράτος   μειώνει τους μισθούς των δασκάλων, κλείνει σχολεία και εκπαιδευτικά αιτήματα των κατοίκων της υπαίθρου δεν ικανοποιούνται λόγω «οικονομικής δυσπραγίας» (Μοσχόπουλος, 1988). Ιδιωτικά και ξένα σχολεία ιδρύονται, και μεμονωμένες πρωτοβουλίες δασκάλων σημειώνονται σε διάφορες περιοχές, ενώ στις Κεραμιές, περιοχή καταγωγής των Βαλλιάνων, λειτουργεί σχολαρχείο από το 1856. Όμως, όπως αναφέρεται «ως προς την εκπαίδευσιν η Κεφαλληνία καθυστερεί πολλών άλλων μερών. Κατά την απογραφήν του 1879 μεταξύ του πληθυσμού των 68321 κατοίκων, αγράμματοι 54961 κάτοικοι» (Μοσχόπουλος, 1988).

Έτσι λοιπόν, στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αι. την ανυπαρξία και αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί στα προβλήματα του νησιού αναλαμβάνει να καλύψει η «ευεργεσία». Μεγάλα κληροδοτήματα όπως του Βαλλιάνου, του Κοργαλένειου, του Χαροκόπου αλλά και μικρότερα, όπως του Πυλαρινού, του Βεργωτή, του Μιχαλιτσιάνου, και άλλα, όχι μόνο θα στηρίξουν αλλά θα διαμορφώσουν  την κοινωνική και πολιτιστική-μορφωτική πραγματικότητα του νησιού, προκαλώντας ενίοτε ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις όπως θα δούμε παρακάτω.

Ο «ΕΚ ΚΕΡΑΜΕΙΩΝ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ» ΠΑΝΑΓΗΣ ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ

Ο Παναγής Βαλλιάνος ο οποίος γεννήθηκε το 1814 στις Κεραμιές της Λιβαθούς, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση ούτε μεγάλη κτηματική περιουσία, και πέθανε το 1902 στο Λονδίνο, μεγαλέμπορος και τραπεζίτης, γίνεται αντιπροσωπευτικό δείγμα του πλούσιου κεφαλαιοκρατικού ελληνισμού της διασποράς, που με τις ευεργεσίες του διαμορφώνει το πλαίσιο της γενέτειράς του και «παντρεύει» τον κοσμοπολιτισμό με τη νοοτροπία και τις συνθήκες της καταγωγής του.

Από τις σπουδαιότερες εφοπλιστικές οικογένειες, οι Βαλλιάνοι, εγκαθίστανται αρχικά στην Αζοφική, δημιουργούν στη συνέχεια εμπορικά υποκαταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Μασσαλία, ενώ πιο συγκεκριμένα, ο Παναγής Βαλλιάνος μετά μια σύντομη εγκατάσταση στη Ζάκυνθο μετακινείται το 1858 στο Λονδίνο όπου και ιδρύει το 1886 το πρώτο ελληνικό ναυτιλιακό πρακτορείο, εμπορευόμενος σιτηρά, βαμβάκι και σίδηρο (ΓΑΚ, Α.Β. φ.1 1-32).

Ο Κριμαϊκός πόλεμος και η άρνηση των εγγλέζικων ασφαλιστικών εταιρειών να ασφαλίζουν τα φορτία που μετέφεραν τα ελληνικά πλοία ευνοούν την οικογένεια Βαλλιάνου, η οποία εξάγοντας σιτηρά στη Ρωσία παρά τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις των εμπολέμων, και αναλαμβάνοντας τη μεταφορά ανασφάλιστων προϊόντων σε δικά τους πλοία,  αποκτούν πλούτη και επιδίδονται σε  διάφορες εφοπλιστικές και τραπεζικές δραστηριότητες. «…αγοράσαντες κατόπιν και άλλα σιτηρά προ της συνομολογήσεως ειρήνης, επώλησαν αυτά με την άρσιν της απαγορεύσεως εις υψωθείσας τιμάς. Επίσης εκέρδισαν κολοσσιαία ποσά επί των αιγυπτιακών χρεωγράφων κατά την περιπέτειαν του Αραμπή πασά» (Λαιμός, 1963).  Γνήσιοι Κεφαλλονίτες με υψηλό το αίσθημα ευθύνης προς τη γενέθλια γη,  χρηματοδοτούν σε συμπατριώτες τους καπεταναίους την αγορά πλοίων στο Ταιγάνι , τη Μασσαλία και το Λονδίνο, νηολογούν όλα τα σκάφη τους στο Αργοστόλι με οικογενειακά ονόματα, ενώ ο Παναγής Βαλλιάνος τα πλοία του «δεν τα ήθελε δι’ ίδιον όφελος, αλλά δια την διευκόλυνση των Ελλήνων να υπερβούν την ανασφάλειαν και την ατολμίαν και να προχωρήσουν με τη δέουσα αποφασιστικότητα από τα θνήσκοντα ιστία στη ναυτιλία του ατμού».(Αλεξανδράτος, 2002). Με ευνοϊκούς όρους πουλάει τα πλοία του σε έλληνες καπετάνιους.

Μεταξύ των μεγαλύτερων ευεργετών της ελληνικής Διασποράς, ο Παναγής Βαλλιάνος αποκτά ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία στο Λονδίνο, μετέχει στα ελληνικά δάνεια του 1880, έχει ιδιαίτερη προσωπική γνωριμία με τον Χαρίλαο Τρικούπη και πρωτοστατεί στην πρόσκληση των συμπολιτών του «όπως συσκεφθώσι περι των νυν κρισίμων περιστάσεων για την Ελλάδα» (Μοσχονά, 2002). Μεταξύ των άλλων ευεργεσιών του προς την Ελλάδα, προικοδοτεί με τη διαθήκη του κληροδότημα 500.000 χρυσών λιρών στερλινών  τους Κεφαλλήνες συμπατριώτες του για τη δημιουργία «κοινωφελούς»  έργου, με ειδική μάλιστα  ρήτρα καθορισμού κονδυλίων«προς συντήρησιν σχολείων και βοηθήματα απόρων» συμβάλλοντας  έτσι στη μεταστροφή μιας  παραδοσιακής κοινωνίας της εποχής.

Χαρακτηριστικά του αισθήματος του καθήκοντος και του χρέους καθώς και των επιπτώσεών του προς τη γενέθλιο γη αποτελούν τα ακόλουθα αποσπάσματα από εφημερίδα της εποχής (Ζιζάνιο, 19/1/1902) όταν αναγγέλθηκε ο θάνατος και το κληροδότημά που άφηνε στην Κεφαλονιά: «…Μακράν εις την ξένην, ακαταπονήτως εργασθείς, σωρεύσας θησαυρούς επί θησαυρών, έδειξε δια της διαθήκης του, ότι  δεν εσβέσθη του πατρισμού το αίσθημα και ποτέ δεν ελησμόνησε της γεννήσεως του την γην…»  και το αντίστοιχο σατυρικό:

«…Χόρτασε να μην κλαίεσαι κλαψιάρη Κεφαλλήνα

 κολύμπησε στα τάλαρα, βουτήξου στη στερλίνα.

 …Πίσω γυρίζει ο χρυσούς αιών της ιστορίας

ημέρας να διέλθωμεν μυθώδους ευμαρείας…».